λιμός

From LSJ
Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμός Medium diacritics: λιμός Low diacritics: λιμός Capitals: ΛΙΜΟΣ
Transliteration A: limós Transliteration B: limos Transliteration C: limos Beta Code: limo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach.743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer.311, Call.

   A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine, δίψα τε καὶ λ. Il.19.166; λιμῷ θανέειν Od.12.342; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op.243, cf. Th.2.54; λ. αἰανής Pi.I.1.49; λιμῷ συνεστεῶτας Hdt. 7.170; σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag.1642; δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.Av.186: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371.    II a hungry wretch, Men.Kol.78, Posidipp.26.12, Eust. 1828.6.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμός: -οῦ, ὁ, (τὸ θηλ. ἡ λιμὸς λέγεται Δωρ. παρὰ τοῖς Γραμμ., καὶ οὕτω μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Βίων 6. 4· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 313, Καλλ. Ἀποσπ. 490, Πολύβ. 1. 84, 9, καὶ Ἀνθ., πρβλ. Λοβεκ. Φρύνικ. 188, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19 καὶ Πίνακα)· - πεῖνα, ἔλλειψις τροφῆς, δίψα τε καὶ λιμὸς Ἰλ. Τ. 166· λιμῷ θανέειν Ὀδ. Μ. 342· λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, πρβλ. Θουκ. 2. 54· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· σκότῳ... λ. ξύνοικος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· δείπνου προφήτην λιμὸν Ἀντιφάν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· ἅπανθ’ ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὐτοῦ ποιεῖ ὁ αὐτ. παρὰ Meineke Κωμ. Ἀποσπ. σ. 80· ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον ὁ αὐτ. ἐν «Διπλασίοις» 2˙ - παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιορκίαν τῆς Μήλου (Θουκ. 5. 114 ἑξ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 186˙ - μεταφορ., ἤδη γὰρ εἶδον... λιμόν τ’ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι Εὐρ. Ἠλ. 371. ΙΙ. πειναλέος ἄνθρωπος, «πεινασμένος», «λιμασμένος», Ποσείδιππ. ἐν «Χορεύουσαις» 1. 12, πρβλ. Εὐστ. 1828. 6. (Ἴσως ἀντὶ λιφμός, ἰσχυρὸς πόθος, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐκ τῆς √ΛΙΦ, λίπτομαι). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 101-102.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
faim ; famine, inanition.
Étymologie: DELG cf. λοιμός.

English (Slater)

λῑμός
   1 famine γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται (I. 1.49) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ (Pae. 6.64)