βαρύθω
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
[ῠ],
A to be weighed down, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op.215; καμάτῳ A.R.2.47; ὑπὸ κύματος Nic.Th.135. 2 abs., to be heavy, στάλα AP7.481 (Philet.); βαρύθεσκε . . γυῖα A.R.1.43:—Pass., Max. 212, Q.S.13.6.
German (Pape)
[Seite 434] beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύθεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύθω: [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -οὕτως ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être chargé, être accablé : ὑπό τινος, de qch.
Étymologie: βαρύς.
English (Autenrieth)
be heavy, by reason of a wound; ὦμος, Il. 16.519†.
Spanish (DGE)
(βᾰρύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [impf. iter. -εσκε A.R.1.43]
1 c. suj. de partes del cuerpo oprimir, pesar βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἕλκεος) Il.16.519, βαρύθεσκέ οἱ ἥδη γυῖα ya le pesaban los miembros A.R.l.c., εἴθ' ... μηδ' ... καμάτῳ τε καὶ εἰρεσίῃ βαρύθοιεν (χεῖρες) A.R.2.47.
2 c. suj. de pers. y anim. sentir cansancio o pesadumbre βαρύθει δὲ ὑπ' αὐτῆς (ὕβρεως) se ve abrumado por ella Hes.Op.215, βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ los argonautas, A.R.4.621, (ὄφις) ὑπὸ κύματος βαρύθει por ser vivípara, Nic.Th.135, cf. 319.
3 causar pesadumbre ἀδρανίη βαρύθουσα Nic.Th.248, ἁ στάλα βαρύθουσα AP 7.481 (Philet.), τόκος βαρύθων Marc.Sid.51.