γλίσχρος

From LSJ
Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρος Medium diacritics: γλίσχρος Low diacritics: γλίσχρος Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: glíschros Transliteration B: glischros Transliteration C: glischros Beta Code: gli/sxros

English (LSJ)

α, ον,

   A sticky, Hp.VC14; γῆ Thphr.6.5.4; joined with λιπαρός, Pl.Ti.82d, 84a; γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib.385a17; tough, ξύλον Thphr.3.17.5.    II metaph.,    1 sticking close, importunate, γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452: metaph., clinging, γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra.435c. Adv. -ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri.53e; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R.488a, cf Cra.414c: Sup. -ότατα, σαρκάζοντες Ar. Pax482.    2 penurious, niggardly, Arist.EN1121b22; γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16. Adv. -ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R.553c, cf. X.Cyr.8.3.37; φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol.1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib.1314b3: hence, with difficulty, hardly, γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38, cf. App.Mith.72; ἢ τὸ παράπαν οὐδέν... ἢ γ. Arist.Pol.1275a38; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA660b14.    3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208; γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17; of land, poor, Id.Flam.4; γ. τέχναι Luc.Fug.13; Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e.    4 Adv. -ρως, of painting, carefully, with elaborate detail, Philostr.Im.2.12 and 28. (Cf. γλοιός.)

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρος: -α, -ον, κολλώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ λιπαρός, Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ σίαλον Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) φειδωλός, μικρολόγος, «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, αὐτόθι 5. 11, 19· ἐντεῦθεν, μετὰ δυσκολίας, χαλεπῶς, μόλις, γλ. καὶ μόλις Δημ. 977. 25· ἢ τὸ παράπαν οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, μόλις ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, μικρός, οἰκοδόμημα γλ. Δημ. 689. 25· γλ. δεῖπνον Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, κάμνω πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· μάλα γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. λισσός).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. gluant, visqueux;
II. qui s’attache ou adhère fortement, tenace, importun :
1 qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;
2 qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.
Étymologie: pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. λίς, λισσός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. fem. -η Hp.VC 14
I de cosas
1 viscoso, pegajoso, adherente (μᾶζαν) γλίσχρην ποιεῖν ὡς μάλιστα Hp.l.c., cf. Epid.3.1, 13, de la saliva, Pherecr.75.3, unido a λιπαρός y ref. al líquido sinovial, Pl.Ti.82d, del aceite, Arist.Mete.383b34, de un tipo de terreno, Thphr.HP 6.5.4
de la madera de higuera que se deshace, de mala calidad Thphr.HP 3.17.5, cf. CP 1.6.4, Gal.17(2).46.
2 fluido, resbaladizo, escurridizo κοῦφόν τι καὶ λεπτὸν καὶ γ., οἷον κέγχρον ἢ νᾶπυ Hero Aut.9.4.
II fig.
1 tenaz γενοῦ γ., προσαιτῶν, λιπαρῶν sé tenaz, inoportuno, insistente Ar.Ach.452
laborioso, que exige esfuerzo ἀλλὰ μὴ ... γλίσχρα ᾖ ἡ ὁλκὴ ... τῆς ὁμοιότητος pero temo que sea forzado el arrastrar la semejanza Pl.Cra.435c.
2 mezquino, avaro Arist.EN 1121b22, I.AI 14.31, γλίσχρον βλέπειν tener mirada de tacaño Euphro 9.16, cf. Luc.Rh.Pr.24.
3 de cosas pobre, pequeño, insignificante, humilde ref. a edificaciones, D.23.208, γ. ... δεῖπνον comida escasa Plu.Lyc.17, de unos terrenos, Plu.Flam.4, μικρὰ καὶ γλίσχρα προβλήματα Plu.2.43a, γλίσχραι τέχναι oficios humildes Luc.Fug.13, cf. Lyd.Mag.2.15.
III adv. -ως
1 tenaz, insistentemente ἐπιθυμεῖν Pl.Cri.53e
de un modo laborioso, forzadamente μάλα γε γ. Pl.Cra.414c.
2 sent. peyor. con mezquindad, avaramente φείδεσθαι Pl.R.553c, λαμβάνειν γ. op. διδόναι ἀφθόνως Arist.Pol.1314b3, φαύλως καὶ γ. Hell.Oxy.19.2, τὰ ἐπιτήδεια γ. τῇ στρατιᾷ ἐπορίζοντο Arr.Fr.Hist.inc.6, γ. καὶ ἀπᾳδόντως Plot.3.5.5.
3 pobremente, de un modo penoso, con dificultad ἐργάζεσθαι X.Cyr.8.3.37, ζῆν Arist.Pol.1266b26, (τῶν πραγμάτων) ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἔστιν ... τὸ κοινόν, ἢ γ. (de estas realidades) o absolutamente nada es lo común, o muy poco Arist.Pol.1275a38, γ. καὶ μόλις D.37.38.

• Etimología: De γλίχομαι y rel. γλοιός q.u.