γνωρίζω

From LSJ
Revision as of 17:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωρίζω Medium diacritics: γνωρίζω Low diacritics: γνωρίζω Capitals: ΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: gnōrízō Transliteration B: gnōrizō Transliteration C: gnorizo Beta Code: gnwri/zw

English (LSJ)

fut.Att.-ῐῶ: pf.

   A ἐγνώρικα Pl.Phdr.262b:—make known, point out, A.Pr.487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly Pass., become known, Pl.R.428a, Arist.APr.64b35; τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4.    2 c. acc. pers., make known, τινά τινι Plu.Fab.21; commend, τινὰ τῇ βουλῇ ἰσχυρῶς App. Mac.9.6.    3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.).    II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part., τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT538; τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56, cf. E.Alc.564, Th.7.44, Arist.Ph.184a12:—Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or περί τινος Arist.Metaph.1005b8, 1037a16.    2 become acquainted with, τινά Pl.La.181c, D.35.6; τινὰς ὁποῖοί τινές εἰσι Isoc.2.28:— Pass., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.; πρός τινος Luc.Tim.5.

German (Pape)

[Seite 499] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.

Greek (Liddell-Scott)

γνωρίζω: μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· κάμνω γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη σημασία κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, γίνομαι γνωστός, Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, γίνομαι γνώριμος μέ τινα ἢ μέ τι, ἀνακαλύπτω, μ. μετοχ., τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως γν. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.

French (Bailly abrégé)

f. γνωρίσω, att. –ιῶ ; ao. ἐγνώρισα, pf. ἐγνώρικα;
Pass. ao. ἐγνωρίσθην, pf. ἐγνώρισμαι;
1 faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à une autre ; Pass. acquérir de la notoriété, devenir notoire, être connu;
2 apprendre à connaître ; acquérir la connaissance de, apprendre, découvrir, acc.;
3 faire la connaissance de, entrer en relations avec ; Pass. avoir des relations d’amitié : τινί, πρός τινος avec qqn.
Étymologie: R. Γνω, v. γιγνώσκω ; cf. lat. gnarus, γνώριμος.

Spanish (DGE)

I gener. c. compl. indir.
1 c. ac. de abstr. o cosa y dat. de pers. dar a conocer αὐτοῖς (βροτοῖς) ἐνοδίους ... συμβούλους A.Pr.487, ἕως ... γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις LXX 1Re.10.8, ἀνθρώποις ... τὸν θεόν Iren.Lugd.Haer.3.18.7, ἡμῖν ... διὰ τῶν προφητῶν τὰ παρεληλυθότα καὶ ἐνεστῶτα Ep.Barn.1.7
sólo c. ac. γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ dar a conocer su poder, Ep.Rom.9.22
c. el ac. y un pred. certificar τὸν τόπον ἅπαντα ὄντα Ζήνωνος que toda la región pertenece a Zenón, PCair.Zen.643.21 (III a.C.).
2 c. ac. y dat. de pers. presentar γνωρίζει τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ Plu.Fab.21
recomendar αὐτὸν τῇ βουλῇ ... ἰσχυρῶς App.Mac.9
c. ὅτι hacer saber que, 1Ep.Cor.12.3
en v. pas. hacerse conocido, ser conocido τὸ ζητούμενον Pl.R.428a, cf. Arist.APr.64b35, Plb.2.37.4
c. ὅτι ser conocido que en constr. pers. ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος ὅτι κερατιστής ἐστιν LXX Ex.21.36.
II sin compl. indir.
1 c. ac. gener. de pers. reconocer, identificar ὅστις γνωριεῖ μ' ἰδών E.El.630, τοὺς ἀπεψηφισμένους D.25.100, cf. 35.6, τοὺς φίλους Aen.Tact.25.1, τοὺς ὑπὸ Ῥωμαίων ... ἀναδειχθέντας αὐτοκράτορας Hdn.8.6.2, αὐτόν Iust.Phil.Dial.36.6, σε Hierocl.Facet.150, cf. BGU 581.14 (II d.C.), POxy.1024.18 (II d.C.), los rasgos de la persona ἴχνη D.60.16, τὴν χεῖρα Hdn.1.17.4, cf. 2.1.10, τρόπον Hdn.2.14.4
profesar τοὺς κανόνας (τῆς Νικαίας) Innoc.Ep.Cler.M.52.538
discernir, darse cuenta c. interr. indir. γνωρίζειν ... τούς τε λέγοντας, ὁποῖοί τινές εἰσιν, καὶ περὶ ὧν ἂν λέγωσιν discernir qué clase de gentes son los que hablan y de qué hablan Isoc.2.28, πηλίκοι ἐσμέν Arist.Metaph.1053a34
en v. pas. ser conocido, reconocido ὑπὸ τῶν ἐν γένει por los de su linaje D.60.7, ὁπόθεν δήποτε ἐγνωρισμένοι τούτῳ de cualquier modo que fuesen conocidos por él D.35.6, πρὸς αὐτῶν Luc.Tim.5, ὁ καθαρτικὸς τῇ μετριοπαθείᾳ Olymp.in Alc.5.14, ἐν ὅτῳ τις φυλάξεται αὐτὴν (ἐλπίς) γνωρισθεῖσαν mientras que se guarda uno de ella (la esperanza) una vez reconocida Th.5.103, περὶ τῶν φθόγγων εἰπεῖν ... τίνι γνωρίζονται Aristox.Harm.45.14, c. sent. jur. γνωριζόμενοι τῷ νόμῳ (hijos) reconocidos por la ley Iust.Nou.6.1.4
c. part. pred. ser considerado, ser tenido por γνωριζέσθωσαν μὴ ὄντες Χριστιανοί Iust.Phil.1Apol.16.8.
2 sólo c. ac. de cosas y abstr. darse cuenta, advertir, percibir τὰ καλά Democr.B 56, cf. E.Alc.564, Arist.Ph.184a12, c. ac. y part. pred. ἢ τοὔργον ὡς οὐ γνωρίσοιμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον; ¿o (pensaste) que no iba a descubrir tu plan, que me atacaba con engaños? S.OT 538, c. ὅτι: τόδε τὸ φώνημα γνωρίζειν, ὅτι Φώκου εἴη Plu.2.775b
conocer, saber, entender τι Arist.Metaph.1053a32, περὶ ἕκαστον γένος Arist.Metaph.1005b8, περὶ τῆς ὕλης Arist.Metaph.1037a16, ἐξ ὧν ἐστὶν ἡ οὐσία Arist.Metaph.1053a19.
3 trabar conocimiento, entrar en relaciones con σύνισθί τε καὶ γνώριζε καὶ ἡμᾶς καὶ τούσδε τοὺς νεωτέρους Pl.La.181c
en v. med. c. dat. tener relación con τοῖς ἀνδράσι Hld.5.20.4
tener relaciones sexuales c. doble ac. με γαμετὴν Ὑδάσπης ἐγνώρισεν Hld.4.8.4.
III en v. med. manifestarse, revelarse ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.Fr.66, τὸ ἄπειρον Dam.in Phlb.109.1, ὁ λόγος, ᾧ ... ὁ θεὸς ... γνωρίζεται Clem.Al.Paed.1.7.57
ser famoso κατὰ δὲ Κῦρον Σόλων Ἀθηναῖος ἐγνωρίζετο Eus.PE 10.14.9, cf. HE 5.11.1.

English (Strong)

from a derivative of γινώσκω; to make known; subjectively, to know: certify, declare, make known, give to understand, do to wit, wot.