πορφύρα

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφύρα Medium diacritics: πορφύρα Low diacritics: πορφύρα Capitals: ΠΟΡΦΥΡΑ
Transliteration A: porphýra Transliteration B: porphyra Transliteration C: porfyra Beta Code: porfu/ra

English (LSJ)

[ῠ], Ion. πορφύρ-η, ἡ,

   A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr.504, Archipp.23, Arist.HA528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c; τρέφουσα . . πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959.    II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg.847c; ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45 J., etc.; π. βαθυτάτη Ael.NA4.36; used as an application, βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2.    III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple, πορφύρας πατῶν A.Ag.957: collectively in sg., κωμῳδοῖς . . πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN1123a23.    IV purple stripe or other adornment of a garment, τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561; ποτικεφάλαια . . μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24 (Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc.108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 (Prusias).    V metaph., σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6. (Perh. formed from πορφύρεος 11, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen πορφύρα πλατεῖα = latus clavus, der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.

Greek (Liddell-Scott)

πορφύρα: [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. πορφύρω)· ― τὸ κογχύλιον ἐξ οὗ ἡ πορφύρα ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· θάλασσα... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. κάλχη. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = πορφυρίς, Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. πορφύρα πλατεῖα, ἡ πλατεῖα πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ ἁπλῶς πορφύρα Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 le pourpre, coquillage d’où l’on tire la pourpre;
2 la pourpre ; p. ext. étoffe, vêtement ou tapis teints en pourpre ; abs. le laticlave (latus clavus) ou bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.
Étymologie: φύρω avec redoubl. ; v. πορφύρω.
Par. ἁλουργής, ἁλουργίς.

English (Strong)

of Latin origin; the "purple" mussel, i.e. (by implication) the red-blue color itself, and finally a garment dyed with it: purple.