πτῶμα
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό, (πίπτω)
A fall, πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919; πίπτουσι . . πτώματ' αἰσχρά S.Ant.1046; π. θανάσιμον πεσῇ E.El. 686; ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τοιοῦτον π. Pl.La.181b. b fall in wrestling, Call.Iamb.1.274, AP9.391 (Diotim.): metaph., booby-trap, π. φιλοσόφων ἀπαλαιστρότατον Phld.Rh.1.8S.; lapse, blunder, Gal. 10.124. 2 metaph., misfortune, calamity, τά γ' ἐκ θεῶν πτώματα calamities sent by the gods, E.HF1228. 3 pl., injuries due to falls, bruises, Dsc.1.128,3.1,5.117. II fallen body, corpse, carcase, freq. with gen., πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους, E.Or.1196, Ph.1697, cf. LXX Jd.14.8, D.H.4.70, etc.; πτώματα νεκρῶν E.Ph.1482 (anap.): without a gen., A.Supp.662 (s. v.l., lyr.), Plb.15.14.2, Sardis 7 No. 165, Plu.Alex.33, etc.: collective in sg., SIG700.17 (Maced., ii B.C.), Apoc.11.8, Polyaen.6.18.1. 2 of buildings, ruin, οἰκίας, κρηνῖδος, IG11(2).161 A120, 163 Ba 21 (Delos, iii B.C.); ἐπὶ τοῦ π. on the ruins (of the wall), Plb.16.31.8, cf. 5.4.9,5.100.6, Aristid.Or.25(43).27; breach in a city-wall, D.S.16.8, al.: pl., ruins, IG11(2).199A 103 (Delos, iii B.C.), Ph.Bel.100.45, Plb.21.28.2; π. οἴκων Phryn.351; π. ἐλαιῶν fallen olive-trees or fruit, Lys.Fr.203 S.; windfall fruit, of the φοῖνιξ, Dsc.1.109. III payment which falls due, PEleph.11.4 (iii B.C., pl.), PLond.1.3.37 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 812] τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προσκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα θανάσιμον El. 686, τὰ θεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
πτῶμα: τό, (πίπτω, πέπτωκα) πτῶσις, «πέσιμον», πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀνασχετὰ Αἰσχύλ. Πρ. 919· πίπτουσι... πτώματ’ αἰσχρὰ Σοφ. Ἀντ. 1046· πτ. θανάσιμον πεσεῖ Εὐρ. Ἠλ. 686· οὐκ ἂν ἔπεσε τοιοῦτον πτ. Πλάτ. Λάχ. 181Β. 2) μεταφορ., ὡς τὸ πταῖσμα, πτῶσις, δυστύχημα, ἀτυχία, Λατ. casus, τὰ θεῶν πτώματα, συμφοραὶ πεμφθεῖσαι παρὰ τῶν θεῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1228· ἀποτυχία, ἧττα, Πολύβ. 33, 12, 7. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σῶμα πεπτωκός, νεκρὸν σῶμα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους Εὐρ. Ὀρ. 1196, Φοίν. 1697, κτλ.· πτώματα νεκρῶν αὐτόθι 1482· καὶ ἄνευ γεν., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 662, Πολύβ. 15, 14, 2, κτλ.· - ὡσαύτως ἄνευ τινὸς γενικῆς, ἐπιχωρίοις... πτώμασιν αἱματίσαι πέδον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 662· καὶ μόνον πτώματα, Πολύβ. 15, 14. 2, κτλ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1490, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 375 κἑξ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἐπὶ τοῦ πτ., ἐπὶ τῶν ἐρειπίων (τοῦ τείχους), Πολύβ. 16. 31, 8, πρβλ. 5. 4, 9., 5. 100, 6· πτῶμα οἴκου, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ. καὶ Θωμ. Μαγίστρου ὡς δόκιμος ῥῆσις, πτ. ἐλαιῶν, πεπτωκότα ἐλαιόδενδρα, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 chute;
2 tout objet tombé, corps mort, cadavre.
Étymologie: πίπτω.
English (Strong)
from the alternate of πίπτω; a ruin, i.e. (specially), lifeless body (corpse, carrion): dead body, carcase, corpse.