διέξοδος

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέξοδος Medium diacritics: διέξοδος Low diacritics: διέξοδος Capitals: ΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: diéxodos Transliteration B: diexodos Transliteration C: dieksodos Beta Code: die/codos

English (LSJ)

ἡ,

   A outlet, passage, Hp.Aph.7.51, Arist.PA684b26, etc.; ἀποκεκληϊμένου τοῦ ὕδατος τῆς δ. Hdt.3.117, cf. 4.140; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Id.1.199; ἀνέμων διέξοδοι (through the body), S.Fr.477; ὅταν πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς δ. Pl.Ti.84d, cf. 91c; way out from, Th. 3.98; αἱ δ. τῶν ὁδῶν Ev.Matt.22.9; of the main roads out of a town, Aristeas 105; δ. ὑδάτων, of a spring, LXX 4 Ki.2.21; of tears, ib.Ps. 118(119).136.    2 pathway, orbit, of the sun, Hdt.2.24; τρεῖς ἡλίου διέξοδοι three days, E.Andr.1086; of planets, Arist.Mu.399a3: metaph., πολλὰς φροντίδων δ. Henioch.4.5; δ. τῶν βουλευμάτων the paths of his counsels, Hdt.3.156; δ. τῆς φύσεως, τῆς οὐσίας, Ocell. 1.5, 12; [ὁ νοῦς] ἔχων τὴν αὐτὴν διὰ τῶν οὐκ αὐτῶν δ. Plot.6.7.13.    3 issue, event, δ. λαβεῖν Plb.2.1.3, etc.    4 means of escape, πάσας δ. διεξελθών Pl.R.405c; δ. πραγμάτων way out of difficulties, Chrysipp.Stoic.3.66.    5 Medic., evacuation, Hp.Prog.11, Gal.17(1).132 (pl.).    II detailed narrative or description, ἡ τοῦ λόγου δ. the course of the narrative or argument, Pl.Criti.109a, cf. Prt.361d, Chrysipp.Stoic.2.250, Ph.1.407; exposition, Phld.Sign.38, Mus. p.110 K., al.; ἡ διὰ στοιχείου δ. description by resolving into elements, Pl.Tht.207c; κατὰ διέξοδον in detail, Aristid.Rh.1p.505S.; δ. καὶ ἔπαινοι narratives, tales, Pl.Prt.326a, etc.    III military evolution, δ. τακτικαί Id.Lg.813e, cf. D.C.74.5.    2 excursion, Pl.Phdr. 247a.    3 repeated experiment, Gal.10.169.

German (Pape)

[Seite 620] ἡ, Durch- u. Ausweg, Ausgang, Her. 4, 140; τοῦ ὕδατος 3, 117; u. so Folgde. – Von der Sonne, der Umlauf, in welchem sie die Bahn durch- u. zu Ende läuft, τρεῖς φαενναὶ ἡλίου δ. Eur. Andr. 1087; vgl. Her. 2, 24; mit φορά vrbdn, Plat. Epin. 986 e; πλανητῶν, Arist. mund. 6, womit man Soph. frg. 424 ἀνέμων δ. vergleicht, die periodischen Abwechslungen. – Ein kriegerischer Auszug, Expedition, u. übh. Manöver, τακτικαί Plat. Legg. VII, 813 e; πολιτικαί Dio Cass. 74, 5. – Uebertr., βουλευμάτων δ., Her. 3, 156; διεξόδους πάσας διεξελθών, Ausflüchte, Plat. Rep. III, 405 c. Bes. = ausführliche Auseinandersetzung, τοῦ λόγου Plat. Critia. 109 a; vgl. Prot. 626 a, wo es neben ἐγκώμια u. ἔπαινοι »Erzählungen« od. »Schilderungen« bedeutet; u. so Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διέξοδος: ἡ, μέρος πρὸς ἔξοδον, δίοδος, πέραμα, ὀχετός, ἀποκεκληϊμένου τοῦ ὕδατος τῆς δ. Ἡρόδ. 1. 117, πρβλ. 4. 140· διέξοδοι ὁδῶν, διαβάσεις, ὁ αὐτ. 1. 199· ὅταν πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς δ. Πλάτ. Τιμ. 84D, κτλ. 2) τροχιά, κύκλος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 24, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1086· οὕτω, δ. ἄστρων Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 17· ἀνέμων διέξοδοι, αἱ διάφοροι αὐτῶν διευθύνσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 424· τὰς τοῦ πνεύματος δ. Πλάτ. Τιμ. 91C, πρβλ. 84D· μεταφ., πολλὰς φροντίδων δ. Ἡνίοχ. Τροχ. 1. 5. 3) τὸ μέρος τῆς ἐξόδου τῶν περιττωμάτων, Ἱππ. Προγν. 39, κτλ. 4) ἔξοδος, ἑπομένως = ἀποτέλεσμα, ἔκβασις, τῶν βουλευμάτων Ἡρόδ. 3. 156· ἔργων Πολύβ. 2. 1, 3, κτλ. 5) μέσον διαφυγῆς, πάσας δ. διεξελθεῖν Πλάτ. Πολ. 405C. ΙΙ. παρὰ Πλάτ. συχνάκις ἐπὶ λεπτομεροῦς διηγήσεως ἢ περιγραφῆς, ἡ τοῦ λόγου δ., ἡ σειρὰ τῆς διηγήσεως ἢ τοῦ συλλογισμοῦ, Κριτί. 109Α, Πρωτ. 361D· ἡ διὰ στοιχείου δ., περιγραφὴ διὰ τῆς εἰς τὰ στοιχεῖα διαλύσεως, Θεαιτ. 207C· ἔκθεσις, συζήτησις, Νόμ. 768D· 812Α, Τιμ. 48C· δ. καὶ ἔπαινοι, διηγήματα, μῦθοι, Πρωτ. 326Α, κτλ. ΙΙΙ. στρατιωτικὴ ἐξέλιξις, δ. τακτικαὶ Νόμ. 813Ε· καθόλου, ἐκστρατεία, Φαίδρ. 247Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 issue;
2 trajet, évolution : ἡλίου EUR évolution du soleil;
3 développement d’un discours, exposition, description, détail (d’un plan, etc.).
Étymologie: διά, ἔξοδος.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
A c. énf. en el fin o en el resultado
I concr.
1 camino, vía de salida διεξόδους ματεύω ν Tim.15.47, τὴν ὕλην ἐσφερομένους ὅθεν διέξοδοι οὐκ ἦσαν Th.3.98, cf. Vett.Val.321.5
de un país salida, fin, límite δ. τῶν ὁρίων ἐπὶ τὴν θάλασσαν LXX Io.15.4, cf. Nu.34.4, 5
esp. de las aguas salida, desagüe ἀποκεκληιμένου δὲ τοῦ ὕδατος τῆς διεξόδου Hdt.3.117, cf. Pl.Ti.60e, Phd.111d, Str.11.14.13
anat. conducto de salida, salida διὰ στενοῦ ἡ δ. Hp.Aph.7.51, cf. Vict.1.10, τοῦ πνεύματος διέξοδοι Pl.Ti.91c, cf. 79d, Phdr.251d, τοῦ περιττώματος δ. ano Arist.PA 684b26.
2 paso, pasillo σχοινοτενέες διέξοδοι Hdt.1.199, ὑπέφερον πάλιν τὰς διεξόδους τῶν μαστίγων pasaron de nuevo bajo los arcos de los latigos de mártires A.Mart.5.38
pasadizo, pasaje en una muralla, Men.Phasm.21, entre dos caminos de ronda y a diferentes niveles, Aristeas 105, cf. D.S.2.10, διέξοδοι τῶν ὁδῶν bocacalles, cruces de caminos, Eu.Matt.22.9
hecho por o para animales salida, boca de una madriguera, Eutecnius C.Par.35.33, cf. D.S.3.15.
II como acción
1 fisiol. salida, evacuación de líquidos corporales νωθρότεραι γίνονται αἱ διέξοδοι (τοῦ αἵματος) Hp.Flat.14, τοιαύτης γὰρ ἐούσης τῆς διεξόδου, ἡ κάτω κοιλίη ὑγιαίνοι ἄν Hp.Prog.11, c. gen. ἀμεταβλήτων σιτίων Gal.17(1).132.
2 resultado, éxito τῶν νόμων αὐτῶν dicho de la mejora de la vida social, Pl.Lg.718b
salida, solución γίνεσθαι διέξοδον ... τῶν πρὸς ἀλλήλους Plb.22.4.2, τὰ μὲν ... τοιαύτης ἔτυχε διεξόδου D.S.4.35, de un pleito PEnteux.54.11 (III a.C.), cf. PTeb.762.8 (III a.C.)
salida, escapatoria πάσας ... διεξόδους διεξελθών Pl.R.405c
capacidad de éxito πραγμάτων Chrysipp.Stoic.3.66.
3 experiencia ἐλπίζοντες δ' ἐν πολλῇ τῇ ... διεξόδῳ ... εὑρεθήσεσθαί ποτε τὸ προσῆκον confiando en que con su mucha experiencia van a hallar el (tratamiento) apropiado Gal.10.169.
B c. énf. en el proceso
I concr.
1 curso ἀνέμων S.Fr.477, del sol, Hdt.2.24, 26, τρεῖς ... ἡλίου διέξοδοι tres días E.Andr.1086, de otros astros, Arist.Mu.399a3
c. gen. de líquidos curso, manantial ὑδάτων LXX 4Re.2.21, de lágrimas, LXX Ps.118.136, Ep.Barn.11.6a
recorrido, trayecto de las aguas μακροτέρα ... ἀπὸ βάθους δ. Aristid.Quint.69.25.
2 tránsito, paso, ruta de un ejército a través de un territorio ἀσφαλής Hdt.3.4, cf. 4.140, διέξοδον ... αἰτούμενος pidiendo paso Paus.4.21.12
desfile, evolución militar τακτικαί Pl.Lg.813e, cf. D.C.74.5.5
tránsito, procesión de los dioses en el cielo, Pl.Phdr.247a, del νοῦς Numen.12.16.
3 fig. curso, desarrollo τῶν βουλευμάτων Hdt.3.156, 7.234, de acontecimientos διέξοδον λαμβάνειν Plb.2.1.3, 3.41.1.
II ref. a la emisión de palabras
1 lit. narración prob. relato épico διέξοδοι καὶ ἔπαινοι ... παλαιῶν ἀνδρῶν (habla Protágoras), Pl.Prt.326a.
2 desarrollo discursivo, capacidad discursiva, discurso ἡ διὰ πάντων δ. τε καὶ πλάνη Pl.Prm.136e, τοῦ προκειμένου Arist.Top.103a1, λογική Clem.Al.Strom.6.17.156, Origenes Comm.in Eph.4.17-19 (p.416).
3 ret. desarrollo, exposición ἡ τοῦ λόγου δ. οἷον ἀνειλλομένη la exposición del discurso a medida que se desarrolla Pl.Criti.109a, cf. Prt.361d, Plt.277b, 279c, D.L.7.42
método expositivo χαλεπὸν εἶναι κατὰ τὸν παρόντα τρόπον τῆς διεξόδου δηλῶσαι τὰ δοκοῦντα Pl.Ti.48c
tratado περὶ νόμων Pl.Lg.812a, cf. Plu.2.874e, Phld.Rh.2.215Aur., Ph.1.235, con diferentes partes, Pl.Lg.768d, διὰ στοιχείου Pl.Tht.207c, Phld.Sign.38.39, κατὰ διέξοδον detalladamente Aristid.Rh.505.
4 gram. τοῦ λόγου δ. expresión lingüística, expresión articulada Chrysipp.Stoic.2.250, cf. 95, Ph.1.407, ref. la oración relig., Origenes M.12.1141B
pronunciación articulada de cada elemento fonético, dicho de los diptongos ηυ, ωυ, υι Sch.D.T.40.22.
III fil.
1 paso, cualidad de transitable, transición τὸ διέξοδον ἔχον ἀτελεύτητον lo que tiene la posibilidad de ser recorrido pero no tiene fin como una de las formas de lo infinito, Arist.Ph.204a5, cf. Metaph.1066a36.
2 devenir Chrysipp.Stoic.2.265, ἅπασα φῦσις ἡ ἔχουσα διέξοδον ὅρους ἔχει τρεῖς toda naturaleza sometida al devenir tiene tres términos (nacimiento, culminación y fin), Ocell.6, cf. 8, 15, Porph.Sent.44, Plot.6.7.13.

English (Strong)

from διά and ἔξοδος; an outlet through, i.e. probably an open square (from which roads diverge): highway.

English (Thayer)

(διερμηνεία) διερμηνειας, ἡ (διερμηνεύω, which see), interpretation: of obscure utterances, L text (not yet found elsewhere.)