ὀδούς

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδούς Medium diacritics: ὀδούς Low diacritics: οδούς Capitals: ΟΔΟΥΣ
Transliteration A: odoús Transliteration B: odous Transliteration C: odoys Beta Code: o)dou/s

English (LSJ)

όντος, ὁ, nom.

   A ὀδούς Arist.EN1161b23, LXX 1 Ki.14.4, Luc. Musc.Enc.3, Paus.5.12.2, Philostr.VA2.13, Ach.Tat.7.4; Ion. ὀδών Hdt.6.107 (bis), Hp.Epid.4.19,52, cf. Hdn.Gr.2.928 :—tooth, Il.5.74, al. ; ἕρκος ὀδόντων, v. ἕρκος ; πρίειν ὀδόντας, v. πρίω ; ὀ. ὀξεῖς incisors, opp. πλατεῖς, molars, Arist.PA661b8, al.    2 metaph., γλυκὺς ὀ. ὁ τοῦ πόθου Luc.Am.3 ; ὁ τῆς λύπης ὀ. the tooth of grief, Ach.Tat. l.c.    II anything pointed or sharp, tooth, prong, spike, etc., Nic. Th.85 : pl., teeth of a saw, Arist.Ph.200b6 ; of a comb, Antyll. ap. Orib.10.16.2 ; of a cog-wheel, Hero Spir.2.36, Theo. Sm.p.180 H. ; ploughshare, LXX 1 Ki.13.21 ; ὀ. πέτρας peak, pike, ib.14.4, Ps.77.30.    III second vertebra of the neck or its apophysis (the odontoid process), so called from its shape, Hp.Epid.2.2.24, cf. Poll.2.131, Gal.UP12.7 (but the first vertebra acc. to Hp. ap. Ruf.Onom.154). (Old pres. part. of 1.-E. ed- (alternating with od- (cf. Arm. utem 'I eat') and d-), the root of ἔδω, ἔδ-μεναι, Lat. edo, etc. : cf. Skt. acc. dántam 'tooth', Lat. dens, Goth. tunpus, etc. : Aeol. ἔδοντες Procl. in Cra.p.39 P., etc.)

German (Pape)

[Seite 294] όντος, ὁ, ion. ὀδών (dens, vgl. ἔδω), – 1) der Zahn, von Menschen u. Thieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie πάταγος ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. καναχή 19, 365; Hes. (über ἕρκος ὀδόντων s. ἕρκος); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδούς: ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ ἕρκος ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. ἕρκος˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. πρίω˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, ἡ δάκνουσα λύπη, Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» πρᾶγμα, ὀβελός, κέντρον, κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς μέρος ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ δεύτερος σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― καθόλου ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις τύπος ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ παρατήρησις ὅτι τὸ ὀ- συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν γράμμα ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, δαίω, δαίνυμαι).

French (Bailly abrégé)

ὀδόντος (ὁ) :
dent.
Étymologie: R. Ἐδ, manger.

English (Autenrieth)

ὀδόντος: tooth.

English (Slater)

ὀδούς
   1 tooth λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων (N. 4.64)

Spanish

diente

English (Strong)

perhaps from the base of ἐσθίω; a "tooth": tooth.

English (Thayer)

(according to Etym. Magn. 615,21 (Pollux 6,38) from ἔδω, Latin edere, etc., cf. Curtius, § 289; others from the root, Daniel , to divide, cf. δαίω, δάκνω; (Latin dens); Fick i., p. 100), ὀδόντος, ὁ, from Homer down; the Sept. for שֵׁן; a tooth: ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων, see βρυγμός.