πικραίνω
English (LSJ)
A make sharp or keen, esp. to the taste, π. τὴν κοιλίαν make it bitter, Apoc.10.9 :— Pass., τὸ στόμα πικραίνεται Hp.Acut.30: opp. γλυκαίνεσθαι, Arist. Ph.244b20. 2 metaph., embitter, irritate, τὴν ψυχήν LXX Jb.27.2; τὴν ἀκοήν affect it harshly, opp. γλυκαίνω, D.H.Comp.12, 15; make harsh, νόμους cj. in A.Eu.693 :—Pass., to be exasperated, embittered, Pl.Lg.731d, Theoc.5.120; ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π. vexes himself, Antiph.144.3; π. ἐπί τισι LXXEx.16.20; ἔν τισι ib.Ru.1.20; also ἐπικράνθη μοι it grieved me, ib.13. 3 of style, make harsh or rugged, διάλεκτον D.H.Dem.55, cf. 34.
German (Pape)
[Seite 614] spitz, scharf, u., in Bezug auf den Geschmack, herbe, bitter machen; übertr., Mißvergnügen verursachen, auf eine empfindliche Art reizen, erbittern, pass. böse werden, zürnen, Plat. Legg. V, 731 d, ἀκοήν, im Ggstz von γλυκαίνω, D. Hal. C. V. 15; μήτε πικραίνεσθαι μήτε μνησικακεῖν, Dem. epist. 1 p. 633, 8; auch ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ πικραίνεται, A ntiphan. com. bei Ath. VI, 258 d, er plagt sich. – Bei den Rhetoren auch vom Ausdrucke, ihn hart, rauh machen, im Ggstz von τρυφεροῖς ὀνόμασι καλλωπίζειν, s. D. Hal. vi Dem. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πικραίνω: (πικρὸς) ὡς καὶ νῦν, καθιστῶ τι πικρόν, π. τὴν κοιλίαν, κάμνω αὐτὴν πικράν, Ἀποκάλ. ι΄, 9. ― Παθ., τὸ στόμα πικραίνεται Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388· ἀντίθετ. τῷ γλυκαίνεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 10 (παράφρ.). 2) μεταφορ., ἐρεθίζω, παραπικραίνω, λυπῶ, ἐξοργίζω, Ἑβδ. (Ἰώβ. ΚΖ΄, 2, κτλ.)· π. τὴν ἀκοὴν λυπεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γλυκαίνειν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1. 2. ― Παθ., πικραίνομαι, Πλάτ. Νόμ. 371D, Θεόκρ. 2. 120· ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π., στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ, Ἀντιφάνης ἐν «Λημνίαις» 2· π. ἐπί τινι Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 20). 3) ἐπὶ ὕφους, καθιστῶ αὐτὸ τραχὺ καὶ πικρόν, πικραίνειν τὴν διάλεκτον ὅταν ἀπαιτῶσιν οἱ καιροὶ Διονύσ. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 55, πρβλ. 34.
French (Bailly abrégé)
f. πικρανῶ, ao. ἐπίκρανα, pf. inus.
Pass. f. πικρανθήσομαι, ao. ἐπικράνθην;
rendre amer ; fig. aigrir, irriter ; Pass. s’aigrir, s’irriter.
Étymologie: πικρός.
English (Strong)
from πικρός; to embitter (literally or figuratively): be (make) bitter.
English (Thayer)
future πικράνω; passive, present πικραίνομαι; 1st aorist ἐπικρανθην; (πικρός, which see);
1. properly, to make bitter: τά ὕδατα, passive, τήν κοιλίαν, to produce a bitter taste in the stomach (Vulg. amarico), to embitter, exasperate, i. e. render angry, indignant; passive, to be embittered, irritated (Plato, Demosthenes, others): πρός τινα, Athen. 6, p. 242c.; ἐπί τινα, ἐν τίνι, to visit with bitterness, to grieve (deal bitterly with), παραπικραίνω.)