Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκλείω

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλείω Medium diacritics: ἀποκλείω Low diacritics: αποκλείω Capitals: ΑΠΟΚΛΕΙΩ
Transliteration A: apokleíō Transliteration B: apokleiō Transliteration C: apokleio Beta Code: a)poklei/w

English (LSJ)

fut.

   A -κλείσω X.An.4.3.20: Ion.ἀποκληίω: Att. ἀποκλήω, fut. -κλῃσω Ar.V.775: Dor. aor. imper.-κλᾳξον Theoc.15.43:—shut off from or out of, τινὰ τῶν πυλέων Hdt.5.104; δωμάτων A.Pr.670; ἀ. τινά shut her out, Theoc.15.43,77; τινὰ τῇ κιλκλίδι Ar.V.775; τῇ θύρᾳ Id.Ec.420:—Med., ἀ. τινὰ τῆς διαβάσεως Th.6.101:—Pass., ἀ. τῆς διεξόδου [ὕδωρ] Hdt.3.117; τῆς ὀπίσω ὁδοῦ ib.55; τοῦ ἄστεος ib. 58; ἀ. τῶν πυλῶν Ar.Lys.423 codd.; τῆς θύρας Timocl.23; ὑπὸ τῆς ἵππου Hdt.9.50.    2 shut out or exclude from, τούτων Id.1.37, etc.; ἀ. τινὰ τῶν ὑπαρχόντων D.28.17; ἀπὸ τῶν ἀλαθῶν Ar.V.601; also ἀποκεκλῄκαμεν . . θεοὺς μηκέτι . . διαπερᾶν πόλιν Id.Av.1263:—Pass., ἀ. τοῦ σίτου, τῶν προσηκόντων, turn away from food, have no appetite, Hp.Int.1; τῶν σιτίων Id.Vict.3.81, cf. D.54.11; ἀ.τοῦ λόγου τυχεῖν Id.45.19; πρὸς τὰς ὁτουδήποτε ἀποκλείονται μεταδόσεις refuse, Phld.Herc.1251.17.    II c. acc. only, shut up, close, τὰς πύλας, τὰ ἱρά, Hdt.1.150, 2.133; τὰ . . πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληΐει, of Thessaly, 7.129; ἀ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3:—Pass., to be closed, ἀ. αἱ πύλαι Hdt.3.117; ἀ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων, i.e. is bounded by them, Id.4.100; of a road, Babr. 8.4.    2 shut up, as if in prison, δέμας S.OT1388, Ar.V.719; τὴν πόλιν ἀ. μοχλοῖς Id.Lys.487; ἀ. τινὰ ἔνδον D.59.41:—Pass., ἀποκλεσθαι ἐν δωματίῳ Lys.1.17.    3 shut out, ἀ. τὴν ὄψιν intercept, Hdt.4.7; ἀ. τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ bar its growth, Pl.Phdr.251d:— Pass., τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arist.Pr.904b18.

German (Pape)

[Seite 307] (s. κλείω), u. im ältern Atticismus ἀποκλῄω, ion. ἀποκληΐω, 1) abschließen, ausschließen, Plat. Rep. V, 473 d; τινά τινος Her. 1, 37. 5, 104; ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν Ar. Vesp. 601; ἀντέδωκα μέν, ἀπέκλεισα δέ, ich machte den Vorbehalt, Dem. 28, 17; versperren, ὄψιν Her. 4, 7; abschneiden, τῆς ὁδοῦ, ἄστεος, 3, 55. 58; in die Enge treiben, ἀποκεκλῃμένων Thuc. 6, 34; Plat. Rep. VI, 487 c; Sp.; verschließen, τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ Plat. Phaed. 251 d. – Med., sich gegen etwas verschließen, sich einer Sache enthalten, σιτίων Dem. 54, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλείω: μέλλ. -κλείσω: Ἰων. ἀποκληίω, μέλλ. -κληίσω (Ἡρόδ.): Ἀττ. ἀποκλῄω, μέλλ. κλῄσω: Δωρ. ἀόρ. -έκλᾳξα Θεόκρ. 15. 77· προστακτ. ἀόρ. ἀπόκλᾳξον ὁ αὐτ. 43 (πρβλ κλείωκλείω ἔξω, ἐμποδίζω νὰ εἰσέλθῃ, παρακωλύω, τινὰ πυλέων Ἡρόδ. 5, 104· δωμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 670· ἀπ. τινά, κλείω αὐτὸν ἔξω, Θεόκρ. 15. 77· τινὰ τῇ κιγκλίδι Ἀριστοφ. Σφ. 775· τῇ θύρᾳ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 420: ― Μέσ., ἀπ. τινὰ τῆς διαβάσεως Θουκ. 6. 101: ― Παθ., ἀπ. τῆς διεξόδου Ἡρόδ. 3. 117· τῆς ὀπίσω ὁδοῦ αὐτόθι 55, πρβλ. 58· ἀπ. τῶν πυλῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 423· τῆς θύρας Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1. 4. 2) ἀποκλείω ἀπό τινος, ἐμποδίζω, τούτων Ἡρόδ. 1. 37, κτλ· ἀπὸ τῶν αγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 601· ὡσαύτως, ἀποκεκλῄκαμεν... θεοὺς μηκέτι διαπερᾶν ὁ αὐτ. Ὄρν. 1263: ― Παθ., ἀπ. τοῦ σίτου, τῶν σιτίων, ἀποστρέφομαι τὴν τροφήν, δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. 373. 44 καὶ 46, Δημ. 1260. 23. ἐγὼ δὲ ἀπεκλείσθην τοῦ λόγου τυχεῖν ὁ αὐτ. 1107. 3. ΙΙ. μετὰ αἰτ. μόνον, κλείω, τὰς πύλας, τὰ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 150., 2. 133· τὰ... πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον οὖρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει, περὶ τῆς Θεσσαλίας ὁ αὐτ. 7. 129· ἀπ. ὁδόν, ἀποφράττω, Βαβρ. 8. 4· ἀπ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 3: ― Παθ. κλείομαι, ἀπ. αἱ πύλαι Ἡρόδ. 3. 117· ἀπ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων ὅ ἐ. ὁρίζεται ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 100. 2) κατακλείω, ὡς ἐν δεσμωτηρίῳ, Σοφ. Ο. Τ. 1388, Ἀριστοφ. Σφ. 719· τὴν πόλιν ἀπ. μοχλοῖς ὁ αὐτ. Λυσ. 487· ἀπ. τινὰ ἔνδον Δημ. 1359. 6: ― Παθ. ἀποκλείεσθαι ἐν δωματίῳ Λυσίας 93. 19. 3) κλείω ἔξω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 775· καὶ ταῦτα εἶναι τὰ ἀποκληίοντα τὴν ὄψιν, παρεμποδίζοντα τὴν θέαν, Ἡρόδ. 4. 7· ἀποκλείει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἐμποδίζει τὴν αὔξησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D: ― Παθ., ἀπ. ὑπὸ τῆς ἵππου Ἡρόδ. 9. 50· τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Ἀριστ. Πρβλ. 11. 49. ΙΙΙ. ἀπολ. κάμνω ἐξαίρεσιν, Δημ. 841. 5.

French (Bailly abrégé)

1 intercepter, fermer ; τὰς πύλας HDT les portes ; τὴν ὄψιν HDT intercepter la vue ; en parl. de pays borner, limiter;
2 exclure ; écarter, repousser : τινά τινος ou ἀπό τινος exclure qqn de qch, interdire à qqn l’accès ou la participation à qch;
Moy. ἀποκλείομαι intercepter : τινα τῆς διαβάσεως THC barrer le passage à qqn.
Étymologie: ἀπό, κλείω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. -ηίω Hdt.5.104; cf. ἀποκλῄζω

• Morfología: [fut. -κλείσω Ar.V.775, X.An.4.3.20; perf. inf. -κεκλείκειν FD 1.358.6 (IV a.C.), plusperf. 3.a plu. ἀπεκεκληίατο Hdt.9.50]
A tr.
I 1c. ac. gener. de pers. y gen. de lugar o paso cerrar el paso a, bloquear τοῦ ἔξω αὐτοὺς ἔκπλου Th.8.104, αὐτοὺς ... τῆς διαβάσεως Th.6.101, τοὺς πολεμίους ... τῆς θαλάττης Plb.Fr.154, (τὸν Γόργον) τῶν πυλέων Hdt.5.104, en v. pas. τῆς θύρας ἀπεκλειόμην Timocl.23, ἀποκεκληιμένου δὲ τοῦ ὕδατος τῆς διεξόδου Hdt.3.117, ἀποκληισθέντες τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Hdt.3.55, cf. Ar.Lys.423, πνεῦμα ... ἀποκλεισθὲν ἐξόδου Arist.Mu.395b34.
2 c. ac. de pers. y gen. de abstr. excluir, privar a alguien de algo ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων A.Pr.670
privar με τούτων Hdt.1.37, c. solo gen. εἰσαγωγῆς D.44.59, abs. D.28.17, en v. pas. τῆς τροφῆς Hp.Off.24, ἐλπίδος Plb.8.34.5, οὐκ ἀποκλείεται ... ἡ λογικὴ ψυχὴ τῆς θεραπείας Origenes Princ.3.1.13, c. solo ac. οὔτε ἀποκεκλείκειν οὐδένα τῶν παργινομένων FD 1.358.6 (III a.C.)
c. prep. excluir, rehusar ἀγαθῶν ... <μ'> ἀ. Ar.V.601, πρὸς τὰς ὁτουδήποτε ἀποκλείονται μεταδόσεις Phld.Herc.1251.17.11.
3 c. ac. de pers. e inf. impedir θεοὺς μηκέτι ... διαπερᾶν πόλιν Ar.Au.1263, en v. pas. τούτῳ τῷ λογισμῷ ... ἀποχλῃομένους αὐτοὺς οὐδ' ἂν ἀπᾶραι ἀπὸ Κερκύρας Th.6.34, ἀπεκληίσθην τοῦ λόγου τυχεῖν D.45.19, cf. ἐὰν ... αἱ πολλαὶ φύσεις ἐξ ἀνάγκης ἀποκλεισθῶσιν Pl.R.473d
c. dat. ταύτῃ ἀποκλῃόμενοι atajados gracias a este procedimiento Th.2.76, νόμῳ Is.11.17.
II 1interceptar, impedir c. ac. de abstr. τὴν ὄψιν Hdt.4.7, τὸ φῶς Arist.Pr.904b18, τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ Pl.Phdr.251d, τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ σίτου Arist.Oec.1352a18, δίοδον τοῦ ... ψυχικοῦ πνεύματος Praxag.Cous 70, en v. pas. ὄξους ἀποκλεισθέντος ἐκ τῆς ὑποδοχῆς vinagre no admitido (sc. en almacén), POxy.2044.1 (VI d.C.).
2 c. ac. de concr. cerrar τὰς πύλας Hdt.1.150, Th.5.80, τὴν θύραν Eu.Luc.13.25, τὰς θύρας Plu.2.754f, τὴν αὔλειον Plu.2.140d, τὰ ἱρά Hdt.2.133, τὴν πόλιν Ar.Lys.487, τὰ ὦτα Plu.2.143f, la despensa, Numen.26.11, τὰ ... πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει de Tesalia, Hdt.7.129, τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων X.HG 2.4.3, en v. pas. αἱ πύλαι Hdt.3.117, ἡ ... ὀρθὴ τῶν ὁδῶν Babr.8.4, ἀποκλειομένων τῶν πνευματικῶν πόρων Aristid.Quint.76.3.
3 de miembros separar (αἱ καύσεις) τῆς ἄνω εὐρυχωρίης τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος Hp.Art.11, ὅπερ ἀποκλείει τὰς κεφαλὰς τῆς κάτω γνάθου Hp.Art.30
de lugares, en v. pas. limitar con ἀποκληίεται ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ ... Ἀγαθύρσων Hdt.4.100.
4 c. ac. de pers., etc., a veces c. instrum. o loc. encerrar, cercar σέ Ar.V.719, μοιχὸν ... ἔνδον D.59.41, φλέγμα Hp.Aph.7.54, αὐτοὶ ... ἀποκλῄσειν τοὺς παρὰ σφίσι ellos retendrían (sc. en la ciudad) a los que allí se encontrasen Th.6.64, σὲ ... τῇ κιγκλίδι Ar.V.775, ἢν δ' ἀποκληίῃ τῇ θύρᾳ Ar.Ec.420, ἑτέραις ἀποκλείων θύραις τοὺς πονηρούς Plu.2.413e, de un monje ἐν ἀνώγεῳ δὲ ἀποκεκλεισμένος Pall.H.Laus.30, fig. δέμας ref. a la ceguera y sordera, S.OT 1388
cercar, rodear προσποιούμενος ... ἀποκλείσειν ... τοὺς ... ἱππέας X.An.4.3.20, en v. pas. ὡς ἀπεκλῄσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.1.17, ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου Hdt.9.50, πανταχόθεν αὐτῶν ἀποκεκλῃμένων καὶ ὑπὸ ἱππέων καὶ πεζῶν Th.5.60, ταῖς Ἀττικαῖς ναυσὶν ἀποκεκλῃμένος Th.3.109, ἀποκλειόμενος ὑπὸ τῶν πρὸς χάριν ἐξομιλούντων Plu.Alc.4.
B intr.
1 medic. perder el apetito c. gen. de cosa τῶν σιτίων Hp.Vict.3.81, D.54.11, τῶν προσηκόντων Hp.Vict.3.81.
2 en v. med., c. gen. de pers. distanciarse, cerrarse el acceso a τοῦ πενθοῦντος Plu.2.168c.

English (Strong)

from ἀπό and κλείω; to close fully: shut up.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεκλεισα; to shut up: τήν θύραν, Herodotus; in Attic prose writings from Thucydides down.)