χρώζω

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.

Greek Monolingual

ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α χρόα / χροιά
1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω
2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.
β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ χρώμα για να επαλείψω μια επιφάνεια
2. μολύνω, μιαίνω.