κατασκιάζω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
fut. κατασκιάσω, Att. -σκιῶ S.OC406:—overshadow, cover over, κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th.716; ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κ. Archil.29; σαρξὶν πάντα κατεσκίασεν ἄνωθεν Pl.Ti.74d; spread awnings, E.Ion1142; κόνει bury one, S.l.c.; θανόντα… γαῖα κατεσκίασε IG7.580 (Tanagra).
German (Pape)
[Seite 1379] beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαθ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι (fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ ἄνωθεν Plat. Tim. 74 d.
French (Bailly abrégé)
f. κατασκιάσω, att. κατασκιῶ;
ombrager, couvrir : κόνει τινά SOPH qqn de poussière, càd de terre ; ensevelir qqn.
Étymologie: κατά, σκιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκιάζω Att. fut. κατασκιῶ schaduw werpen op, bedekken, met acc.: κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας zij hulden met hun projectielen de Titanen in het donker Hes. Th. 716; κατασκιῶσι Θηβαίᾳ κόνει; zullen zij (mij) bedekken met Thebaanse aarde? Soph. OC 406.
Russian (Dvoretsky)
κατασκιάζω: (fut. κατασκιάσω - атт. κατασκιῶ)
1 осенять, покрывать тенью (καρπὸς κατασκιαζόμενος Plut.);
2 укреплять в виде навеса (τὸ ἱλαστήριον NT): λαβὼν ὑφάσματα, κατεσκίαζε Eur. взяв ткани, он сделал (из них) навес;
3 покрывать (πάντα σαρξὶ ἄνωθεν Plat.);
4 засыпать, осыпать (βελέεσσι Τιτῆνας Hes. - in tmesi): κ. κόνει Soph. засыпать прахом, хоронить.
English (Strong)
from κατά and a derivative of σκιά; to overshade, i.e. cover: shadow.
English (Thayer)
to overshadow, cover with shade (see κατά, III:3): τί, Hesiod, Euripides, Plato, others; κατασκιάω, Homer, Odyssey 12,436.)
Greek Monolingual
(AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, -άω) κατάσκιος
καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω
νεοελλ.
παθ. κατασκιάζομαι
καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι
αρχ.
1. επισκιάζω
2. θάπτω.
Greek Monotonic
κατασκιάζω: μέλ. -σκιάσω, συνηρ. -σκιῶ, επισκιάζω, επικαλύπτω, σε Ησίοδ.· κ. κόνει, θάβω κάποιον, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκιάζω: μέλλ. -σκιάσω, συνῃρ. -σκιῶ Σοφ. Ο. Κ. 406· Διὰ τῆς σκιᾶς ἐντελῶς σκεπάζω, ἢ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Ἡσ. Θ. 716, πρβλ. τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Ἡρόδ. 7. 226· κόνει, θάπτω τινά, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1142· θανόντα... γαῖα κατεσκίασεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 493· κατεσκίασε πάντα σαρξὶν ἄνωθεν Πλάτ. Τίμ. 74D.
Middle Liddell
fut. -σκιάσω contr. -σκιῶ
to overshadow, cover over, Hes.; κ. κόνει to bury one, Soph.
Chinese
原文音譯:kataski£zw 卡他-士企阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-遮蔽
字義溯源:庇護,遮蔽,覆罩;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκιά)*=蔭)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 覆罩著(1) 來9:5