σέβασμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that for which awe is felt, an object of awe or worship, D.H.1.30, Act.Ap.17.23, etc.
II = σέβασις, D.H.5.1.
German (Pape)
[Seite 867] τό, das Verehrte, Bewunderte, der Gegenstand der Verehrung, N.T., Clem. Al. u. a. Sp. Auch = Vorigem, D. Hal. 1, 30. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet d'adoration ou de vénération;
2 culte.
Étymologie: σεβάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σέβασμα -ατος, τό [σέβαζω] voorwerp van verering.
Russian (Dvoretsky)
σέβασμα: ατος τό предмет поклонения, святыня NT.
English (Strong)
from σεβάζομαι; something adored, i.e. an object of worship (god, altar, etc): devotion, that is worshipped.
English (Thayer)
σεβασματος, τό (σεβάζομαι), whatever is religiously honored, an object of worship: Bel and the Dragon, 27; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 1,30).
Greek Monolingual
το, ΝΑ σεβάζομαι
νεοελλ.
στον πληθ. τα σεβάσματα
τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου»)
αρχ.
1. η σέβασις
2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού.
Greek Monotonic
σέβασμα: -ατος, τό, αντικείμενο ιερού δέους, σεβασμού ή λατρείας, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σέβασμα: τό, τὸ πρᾶγμα πρὸ τοῦ ὁποίου αἰσθάνεταί τις σεβασμόν, ἀντικείμενο σεβασμοῦ καὶ λατρείας Διον. Ἁλ. 1. 30, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 23, Κλήμ. Ἀλ. 696, κτλ. ΙΙ. = σέβασις, Διον. Ἁλ. 5. 1, Κλήμ. Ἀλ. 829.
Middle Liddell
σέβασμα, ατος, τό,
an object of awe or worship, NTest.
Chinese
原文音譯:sšbasma 些巴士馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:敬拜
字義溯源:所敬拜的(人或物),受敬拜的,敬拜的對象,敬拜的地方;源自(σεβάζομαι)=敬奉),而 (σέβασμα)出自(σέβω)*=敬拜)
出現次數:總共(2);徒(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 受敬拜的(1) 帖後2:4;
2) 所敬拜的(1) 徒17:23