τελώνιον
English (LSJ)
τό,
A custom-house, custom house, customs house, customs, Posidipp.13, Ev.Matt.9.9, Ev.Marc.2.14; τὸ τ. τῆς ἰχθυϊκῆς OGI496.9 (Ephesus, ii A.D.).
II customs-duty, customs duty, Str.16.1.27, 17.1.16, Harp.s.v. δεκατευτάς.
German (Pape)
[Seite 1089] τό, = τελωνεῖον, N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bureau de publicain.
Étymologie: τελώνης.
Russian (Dvoretsky)
τελώνιον: τό место сбора податей, податной пункт NT.
Greek (Liddell-Scott)
τελώνιον: τό, ὁ τόπος ἔνθα πληρώνονται τὰ τέλη, τὸν παῖδ’ ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον Ποσείδιππος ἐν «Κώδωνι» 1, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, κ. Μάρκ. β΄, 14. - Κατὰ Σουΐδ.: «τελωνεῖον προπερισπωμένως, ἐν ᾧ καθέζεται ὁ τελώνης. τελώνιον προπαροξυτόνως διὰ τοῦ ι γραπτέον».
ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαντ., δαιμόνια τοῦ ἀέρος, ἴδε Δουκάγγ.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of τελώνης; a tax-gatherer's place of business: receipt of custom.
English (Thayer)
τελωνιου, τό (τελώνης, cf. δεκατωνιον);
1. customs, toll: Strabo 16,1, 27.
2. toll-house, place of toll, tax-office: the place in which the tax-collector sat to collect the taxes (Wycliffe, tolbothe): Luke 5:27.
Greek Monotonic
τελώνιον: τό (τελώνης), τόπος στον οποίο πληρώνονται τα τέλη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τελώνιον, ου, τό, τελώνης
a custom-house, NTest.
Chinese
原文音譯:telènion 帖羅你按
詞類次數:名詞(3)
原文字根:完成
字義溯源:稅關,稅務處;源自(τελώνης)=稅吏),由(τέλος)=界限,結局)與(ὠνέομαι)=購買)組成,其中 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃),而 (ὠνέομαι)出自(ὠνέομαι)X*=總計)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 稅關(3) 太9:9; 可2:14; 路5:27
Wikipedia EN
A custom house or customs house was traditionally a building housing the offices for a jurisdictional government whose officials oversaw the functions associated with importing and exporting goods into and out of a country, such as collecting customs duty on imported goods. A custom house was typically located in a seaport or in a city on a major river, with access to an ocean. These cities acted as a port of entry into a country.
Wikipedia EL
Τελωνείο ή τελωνειακός σταθμός ονομάζεται το κτήριο (δημόσιο κατάστημα) που στεγάζει τα γραφεία κρατικών υπαλλήλων, των τελωνειακών, που διεξάγουν τον εκτελωνισμό των εισαγόμενων στη χώρα και εξαγόμενων από αυτή εμπορευμάτων. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι υπάγονται στην Τελωνειακή Υπηρεσία της χώρας. Στα τελωνεία συλλέγονταν επίσης οι δασμοί, δηλαδή τα τέλη εισαγωγής των εισαγόμενων αγαθών.
Τα τελωνεία βρίσκονταν συνήθως σε λιμάνια ή σε πόλη σε πλωτό ποταμό με πρόσβαση στη θάλασσα. Αυτές οι πόλεις λειτουργούσαν ως «πύλες εισόδου» σε ένα κράτος. Το κράτος διατηρούσε υπαλλήλους σε τέτοιες πόλεις ώστε να συλλέγει δασμούς και να ρυθμίζει το εμπόριο με τα άλλα κράτη.
Εξαιτίας εξελίξεων στα ηλεκτρονικά συστήματα πληροφοριών, του αυξημένου όγκου του διεθνούς εμπορίου, της εξαλείψεως των δασμών μεταξύ των μελών συνασπισμών κρατών (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) και της διαδόσεως των αεροπορικών ταξιδιών, τα περισσότερα τελωνεία έχουν καταργηθεί. Οι περισσότεροι δασμοί πληρώνονται πλέον με άυλο τρόπο. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα κτισμάτων παγκοσμίως που χρησιμοποιούνταν κάποτε ως τελωνεία, αλλά σήμερα εξυπηρετούν άλλες χρήσεις, όπως αυτή του μουσείου ή της στεγάσεως άλλων δημόσιων υπηρεσιών.
Wikipedia ES
Una oficina de aduana o aduana era un edificio que albergaba las oficinas para los oficiales gubernamentales que procesaban el papeleo de la importación y exportación de bienes, tanto fuera como dentro de un país. Los oficiales de aduana también recogían impuestos sobre bienes importados.
La oficina de aduana estaba típicamente localizada en un muelle o en una ciudad con un gran río que tuviese acceso al océano. Estas ciudades actuaron como puertos de entrada hacia un país. El gobierno tenía oficiales en dichas ubicaciones con el fin de recoger impuestos y regular el comercio.
Debido a los avances en sistemas eléctricos de información, el incremento en el volumen del comercio y la introducción del transporte aéreo, la oficina de aduana suele ser vista ahora como un anacronismo histórico. Hay muchos ejemplos de edificios alrededor del mundo cuyo uso anterior era como una oficina de aduana pero estos, desde entonces, han sido convertidos para tener otro uso, como museos o edificios cívicos.
Wikipedia DE
Der Ausdruck Zollhaus bezeichnet ein Gebäude, in dem (historisch) der Zoll oder die Zollverwaltung untergebracht war. Da mit Zollformalitäten ein gewisser Aufenthalt am Ort verbunden war, finden sich bei Zollhäusern schon früh gastronomische Betriebe. Eine große Anzahl von Restaurants und Hotels trägt daher den Namen Zollhaus.
Zollhäuser wurden bisweilen auch als Wegegeldstellen an Fernstraßen zu deren Finanzierung eingerichtet, wie z. B. das Alte Zollhaus Wennigsen auf der Hamelner Chaussee zwischen Hannover und Hameln.
Wikipedia SV
Ett tullhus var en kontorsbyggnad för tulltjänstemän som behandlade administrationen kring import och export av varor till och från ett land. Dessa tjänstemän samlade också in tull för importerade varor.
Huset var vanligtvis beläget i en hamnstad eller i en stad vid en större flod som mynnade ut i havet. De styrande stationerade tjänstemän i sådana ankomsthamnar för att samla in skatter och reglera handel. På vissa platser förekom att packhus även fungerade som tullhus varför dessa byggnader ibland kallades just tullpackhus.
På grund av teknisk utveckling, den ökade volymen av internationell handel och flygresor så är företeelsen idag föråldrad och tullhusen har inte längre något syfte. Många tullhus har omvandlats till annat, som museer eller medborgarhus.
French (New Testament)
bureau des péages, douane