φιλαδελφία
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ἡ, brotherly love, Alex. 334, Ph.2.558, J.AJ2.6.9, Babr.47.15; in NT, love of the brethren, Ep.Rom.12.10, al.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, Bruder-, Schwesterliebe, Geschwisterliebe; Alexis in B. A. 115; Luc. D. D. 26, 2; Plut. περὶ φιλαδελφίας.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amitié pour un frère ou une sœur;
NT: amour fraternel ; dans le NT, l'amour que les chrétiens portent à chacun comme étant des frères.
Étymologie: φιλάδελφος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαδελφία: ἡ братская любовь Plut., Babr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰδελφία: ἡ, ἀδελφικὴ ἀγάπη, φιλαδελφία καὶ φιλεταιρία Ἄλεξις Α. Β. 115, 26, Βαβρ. 27. 15· τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι Παύλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 10, κλπ.
English (Strong)
from φιλάδελφος; fraternal affection: brotherly love (kindness), love of the brethren.
English (Thayer)
φιλαδελφίας, ἡ (φιλάδελφος), the love of brothers (or sisters), brotherly love (properly, Philo, leg. ad Gaium § 12); Josephus, Antiquities 4,2, 4; Lucian, dial. deor. 26,2; Plutarch, libell. περί φιλαδελφίας; (cf. Babrius 47,15)); in the N.T. "the love which Christians cherish for each other as 'brethren'" (see ἀδελφός, 4); (love of the brethren) (Vulg. caritas or amor fraternitatis): 1 John 5:1.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάδελφος
αδελφική αγάπη, αγάπη για τους αδελφούς ή τις αδελφές.
Greek Monotonic
φῐλᾰδελφία: ἡ, αδελφική αγάπη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
φῐλᾰδελφία, ἡ,
brotherly love, NTest. [from φῐλᾰ́δελφος]
Chinese
原文音譯:filadelf⋯a 非而阿得而非阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:喜愛-(弟兄的)
字義溯源:如兄弟的愛,愛弟兄的;源自(φιλάδελφος)=弟兄相愛),由(φίλος)*=親愛)與(ἀδελφός)=弟兄)組成,而 (ἀδελφός)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(δελεάζω)Y*=母腹)組成
出現次數:總共(6);羅(1);帖前(1);來(1);彼前(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 弟兄相愛(5) 帖前4:9; 來13:1; 彼前1:22; 彼後1:7; 彼後1:7;
2) 愛弟兄(1) 羅12:10