ἀκμήν

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμήν Medium diacritics: ἀκμήν Low diacritics: ακμήν Capitals: ΑΚΜΗΝ
Transliteration A: akmḗn Transliteration B: akmēn Transliteration C: akmin Beta Code: a)kmh/n

English (LSJ)

acc. of ἀκμή, used as adverb,
A as yet, still, A.Fr.451 G, Men. in Cod.Vat.Gr.122; un-Attic acc. to Phryn.100, but cf. Hyp.Fr.116; τὰ σκευοφόρα.. ἀκμὴν διέβαινε were just crossing the river, X.An.4.3.26, cf. Plb.1.13.12, Theoc.4.60, AP7.141 (Antiphil.), Phld.Ir.p.29 W., Ev.Matt.15.16, etc.; νέος ἀ. Theoc.25.164; strengthened, ἀκμὴν ἔτι Plb.14.4.9, 15.6.6; ἔτι ἀ. Sor.1.26.
II = ἀκμαίως, Cratin.in Cod.Vat.Gr.122: perhaps, = much, OGI201.13 (Nubia).

Spanish

con mucho, en ese momento, en este momento de ahora, en la culminación, entonces, todavía

German (Pape)

[Seite 75] (der acc. des vorigen), a) = ἄρτι, im Augenblick, eben jetzt, ὁ ὄχλος ἀκμὴν διέβαινε Xen. An. 4, 3, 26; vgl. Pol. 1, 25, 2. 10, 39, 5 u. öfter; bei Isocr. 1, 3 hat Bekk. σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν für ἀκμὴν φιλοσοφεῖς geschr. – b) = ἔτι, noch, wovor die Atticisten warnen, Hyperid. in B. A. 77 u. Sp., wie Theocr. 4, 60; Strato. 90 (XII, 251); mit ἔτι verb., Pol. 14, 4, 9; vgl. Anacr. 33.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμήν: дор. ἀκμάν adv. как раз, только что Xen., Theocr., Polyb., Sext., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμήν: αἰτ. τοῦ ἀκμή, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἔτι = ἀκόμη, ἔτι, λίαν σπάνιον παρ’ Ἀττ., τὰ σκευοφόρα ... ἀκμὴν διέβαινεν, ἀκόμη διέβαινον τὸν ποταμὸν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 26. (Ἰσοκρ. 1C διωρθώθη ἤδη, ἴδε ἀκμὴ ΙΙΙ)· συχν. παρὰ Πολυβ. ὡς 1. 13, 12., 3. 17. 5, καὶ ἀλλ.: ὡσαύτ. Θεόκρ. 4. 60., Ἀνθ. Π. 7. 141, Εὐαγ. κ. Ματθ. ιε΄, 16, κτλ., ἀκμὴν νέος ὤν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6864· ἐπιτεταμένον, ἀκμὴν ἔτι, Πολύβ. 14. 4, 9., 15. 6. 6.

English (Strong)

accusative case of a noun ("acme") akin to ake (a point) and meaning the same; adverbially, just now, i.e. still: yet.

Greek Monolingual

ἀκμὴν (Α)
1. ακόμη, τώρα δα, μόλις
2. (επιτατ.) ἀκμὴν ἔτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική του ουσιαστικού ἀκμὴ με επιρρηματική χρήση
βλ. ακμή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόμη].

Greek Monotonic

ἀκμήν: αιτ. του ἀκμή, χρησιμ. ως επίρρ.
I. μόλις, τώρα δα, σε Ξεν.
II. ακόμη, έτι, σε Θεόκρ., Κ.Δ.

Chinese

原文音譯:¢km»n 阿克門
詞類次數:副詞(1)
原文字根:(時間的) 點
字義溯源:此刻,到如今;源自(ἀκέραιος)X*=點)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 到如今(1) 太15:16