ἀργυροκόπος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὁ, (κόπτω)
A coiner, Phryn.Com.5.
II silversmith, Plu.2.830e, SIG 1263 (Smyrna), Poll.7.102,103, LXX Jd.17.4, Act.Ap.19.24, PHaw. 68.3 (i A.D.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠροκόπος) -ου, ὁ artífice de la plata, acuñador, SEG 26.72.54 (Atenas IV a.C.)
•platero Phryn.Com.5, Plu.2.830e, 876b, LXX Id.17.4B, Ie.6.29, Act.Ap.19.24, SIG 1263 (Esmirna), Ptol.Tetr.4.4.8, PHaw.68.3 (I d.C.), PGiss.47.22 (II d.C.), POxy.2595.12 (III d.C.), PBerl.Borkowski 1.7 (III/IV d.C.), PRoss.Georg.5.28.15 (IV d.C.), Hierocl.Facet.1, Hsch.s.u. ἀργυρηλάτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
batteur d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, κόπτω.
German (Pape)
ὁ, Silberarbeiter, (Geldschläger ?) Phryn. com. bei Poll. 7.103; Plut. vit. aer. al. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροκόπος: ὁ серебряных дел мастер Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροκόπος: ὁ (κόπτω), νομισματοκόπος, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 5. ΙΙ. ὁ τὸν ἄργυρον κατεργαζόμενος, ἀργυροκόπος, Πλούτ. 2. 830Ε, Ἐπιγρ. Σμύρν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3154, Πολυδ. Ζ΄, 102, 103, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from ἄργυρος and κόπτω; a beater (i.e. worker) of silver: silversmith.
English (Thayer)
ἀργυροκοπου, ὁ (ἄργυρος and κόπτω to beat, hammer; a silver-beater), a silversmith: Plutarch, de vitand. aere alien. c. 7.)
Greek Monolingual
ἀργυροκόπος, ο (Α)
1. ο αργυροχόος
2. αυτός που κόβει νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω.
Greek Monotonic
ἀργῠροκόπος: ὁ (κόπτω), αυτός που κατεργάζεται τον άργυρο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἄργυρος, κόπτω
a silver-smith, NTest.
Chinese
原文音譯:¢rgurokÒpoj 阿而句羅-可坡士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:銀-打擊(者) 相當於: (צָרַף)
字義溯源:銀匠;由(ἄργυρος)=銀)與(κόπτω)*=砍)組成;而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 銀匠(1) 徒19:24