ὁσιότης
English (LSJ)
ὁσιότητος, ἡ, disposition to observe divine law, piety, Pl.Prt. 329c, Euthphr.14d sq., X.Cyr.6.1.47, SIG654B10 (Delph., ii B. C.), etc.; πρὸς θεῶν ὁσιότης piety towards gods, Plu.Alc.34; πρὸς τοὺς θεούς Id.2.359f; also, like Lat. pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης D.S.7.4; πρὸς τὴν τεκοῦσαν Id.31.27.
German (Pape)
[Seite 395] ητος, ἡ, sowohl objectiv göttliches Recht, was den Göttern gebührt, Gottesdienst, Plut. de Is. et Os. 23, ἀνθρώποις κατόχοις ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τούτους ὁσιότητος, vgl. Alcib. 34, – als auch subjectiv Heiligkeit der Gesinnung, Gottesfurcht, neben δικαιοσύνη, Plat. Prot. 329 c, der Euthyphr. 14 e sagt ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ἡ ὁσιότης ἂν εἴη; bei Xen. Cyr. 6, 1, 47 neben σωφροσύνη als Tugend des Kyros gerühmt; u. so Sp.; D. Sic. exc. de virt. p. 546 stehen gegenüber ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς θεοὺς εὐσέβεια; u. Plut. de aud. poet. 7 p. 99 sagt τὴν τῶν χρημάτων σωτηρίαν ἀπόδειξιν εἶναι τῆς τῶν Φαιάκων ὁσιότητος, wo er hinzusetzt οὐ γὰρ ἂν ἀκερδῶς φέροντας αὐτὸν εἰς ἀλλοτρίαν ἐκβάλλειν χώραν, ἀποσχομένους τῶν χρημάτων, also Rechtlichkeit, Gewissenhaftigkeit.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 religion, culte des dieux;
2 piété, sainteté, vertu.
Étymologie: ὅσιος.
Russian (Dvoretsky)
ὁσιότης: ητος ἡ
1 благочестие, набожность (ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς или πρὸς θεῶν ὁ. Plut.; δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁ. Plat.);
2 почтительность, уважение (ἡ πρὸς γονεῖς ὁ. Diod.);
3 честность, добросовестность (τῶν Φαιάκων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁσιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ὅσιος, διάθεσις πρὸς τήρησιν τοῦ θείου νόμου, εὐσέβεια, ἁγιότης, Πλάτ. Πρωτ. 329C, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Εὐθύφρονα 14Ε κἑξ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47· πρὸς θεῶν ὁσ., εὐσέβεια πρὸς θεούς, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. 2. 359F· ― ὡσαύτως πρὸς τὸ pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁσ. Διοδ. Ἐκλογ. 546. 52, πρβλ. 587, 96. ΙΙ. ὡς τιμητικὴ προσηγορία, ἡ ἡμετέρα ὁσιότης. Ἐκκλ.· μετὰ γεν., Εὐάγρ. 2. 9.
Spanish
English (Strong)
English (Thayer)
ὁσιότητος, ἡ (ὅσιος), piety toward God, fidelity in observing the obligations of piety, holiness: joined with διακιοσυνη (see ὅσιος (and δικαιοσύνη, 1b.)): Clement of Rome, 1 Corinthians 48,4 [ET]. (Xenophon, Plato, Isocrates, others; the Sept. for יֹשֶׁר, תֹּם, Schmidt, chapter 181.)
Greek Monotonic
ὁσιότης: -ητος, ἡ, ευσέβεια, αγιότητα, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
ὁσιότης, ητος, ὁ, [from ὅσιος
piety, holiness, Plat., Xen.
Chinese
原文音譯:ÐsiÒthj 何西士哦帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:仁慈 相當於: (יׄשֶׁר) (תֹּם)
字義溯源:虔誠,聖潔,敬虔;源自(ὅσιος)*=神聖的,正直)。在舊約神的子民是用畏懼,或敬畏來事奉神,在新約的信徒是用聖(潔)和公義事奉主( 路1:75);而我們所穿上的新人,其中也有聖(潔)( 弗5:24)。參讀 (ἁγιασμός)同義字參讀 (ὅσιος)同源字
出現次數:總共(2);路(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 聖潔(2) 路1:75; 弗4:24
English (Woodhouse)
holiness, piety, righteousness, religious devotion
Léxico de magia
ἡ santidad de un dios ἄφραστον ὄνομα ... εὐλογούμενον τῇ τοῦ θεοῦ ὁσιότητι nombre impronunciable bendecido con la santidad del dios P III 593
Translations
piety
Arabic: تَقْوَى; Armenian: բարեպաշտություն; Bulgarian: набожност; Catalan: pietat; Chinese Mandarin: 虔誠/虔诚; Czech: zbožnost; Dutch: vroomheid; Esperanto: pieco; Finnish: hurskaus; French: piété; Galician: piedade; Georgian: ღვთისმოსაობა, ღვთისმოშიშობა; German: Frömmigkeit; Greek: ευσέβεια; Ancient Greek: εὐσέβεια, τὸ εὐσεβές, ὁσιότης; Hungarian: vallásosság; Irish: crábhadh, cráifeacht, beannaíocht; Italian: pietà; Japanese: 篤信; Kazakh: құдайшылдық; Latvian: pietāte; Macedonian: набожност, благочестие; Manx: craueeaght; Maori: whakaponotanga; Occitan: pietat; Polish: pobożność, bogobojność; Portuguese: piedade; Romanian: evlavie, pietate; Russian: набожность, благочестие; Scottish Gaelic: cràbhadh; Spanish: piedad; Swedish: fromhet; Turkish: dindarlık, sofuluk, takva, züht; Ukrainian: набожність; Yiddish: פֿרומקייט