Μάρτιος
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ὁ (sc. μήν), Lat. Martius, the month of March, Plu.Num. 19, D.C.71.33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
de Mars, à Rome.
Étym. lat. Martius.
Greek (Liddell-Scott)
Μάρτιος: (ἐξυπ. μήν), ὁ, Λατ. Martius, ὁ μὴν ὁ καθιερωμένος τῷ Ἄρει, τῇ ἑπτακαιδεκάτῃ τοῦ Μαρτίου Δίων Κ. 71. 33, ἦτο δὲ ὁ πρῶτος μήν, «τὸν Μάρτιον Ἄρεϊ καθιερωμένον ὑπὸ τοῦ Ρωμύλου, πρῶτον ὀνομάζεσθαι· δεύτερον δὲ τὸν Ἀπρίλιον, ἐπώνυμον ὄντα τῆς Ἀφροδίτης» Πλουτ. Νουμ. 19.
Greek Monolingual
και Μάρτης, ο (AM Μάρτιος, Μ και Μάρτης)
ο τρίτος μήνας του έτους κατά το σημερινό ημερολόγιο, δέκατος κατά το αττικό και πρώτος κατά το ρωμαϊκό
νεοελλ.
1. (ως προσηγορικό) ο μάρτης
ασπροκόκκινη κλωστή που δένεται στο χέρι κατά την πρώτη μέρα αυτού του μήνα, συμβολικά, για να αποφευχθεί το κάψιμο από τον ήλιο
2. φρ. «λείπει ο Μάρτης απ' τη σαρακοστή;» — λέγεται για περιπτώσεις ατόμων που αναμιγνύονται σε όλες τις υποθέσεις
3. παροιμ. α) «από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι»
i) λέγεται για πρώιμη αλλαγή της κατάστασης του καιρού
ii) (γενικά) λέγεται για κάτι που γίνεται πρώιμα
β) «μάρτης γδάρτης και (κακός) παλουκοκαύτης» — λέγεται για να τονίσει το γεγονός ότι τον μήνα αυτόν κάνει πολύ κρύο. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Martius < Mars, γεν. Martis «Άρης»].
Greek Monotonic
Μάρτιος: (δηλ. μήν), ὁ, Λατ. Martius, ο μήνας Μάρτιος, σε Πλούτ.