ἄλμα

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλμα Medium diacritics: ἄλμα Low diacritics: άλμα Capitals: ΑΛΜΑ
Transliteration A: álma Transliteration B: alma Transliteration C: alma Beta Code: a)/lma

English (LSJ)

τό, (ἄλδω) = ἄλσος, Lyc.319, Epic. ap. Did.ad D.13.32.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
soto, bosquecillodedicado a un héroe ἀ. πάππου Lyc.319, Τρώιον ἄ. ép. en Did.in D.14.18, cf. ib.16.
• Etimología: Tal vez de *al- ‘crecer’, cf. ἄναλτος.

German (Pape)

[Seite 107] τό, Lycophr. 318, = ἄλσος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλμα: τό, (ἄλδω) ἄλσος, Λυκόφρ. 319.

Greek Monolingual

(I)
ἄλμα, το (Α)
άλσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνώνυμο της αρχ. λ. ἄλσος. Ετυμολογικά συνδέεται με ρίζα αλ- «τρέφω», πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω.
(II)
το (Α ἅλμα)
το πήδημα, ειδικά ως αγωνιστικό άθλημα
νεοελλ.
1. απότομη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
2. το απότομο, δίχως ενδιάμεσο σταθμό, πέρασμα του λόγου, της σκέψεως ή της φαντασίας από ένα σημείο σε άλλο
αρχ.
1. πήδημα, αναπήδημα
2. πέσιμο από ψηλά
3. (για την καρδιά) παλμός, σφυγμός
4. (για τα έμβρυα) σκίρτημα
5. η τροχιά του κομήτη (παιγνίδι με πεσσούς επάνω σε άβακα χωρισμένο σε 256 τετραγωνίδια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλματίας
νεοελλ.
αλματικός, αλματώδης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: (sacred) grove (Lyc. 319)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The word has the same meaning as ἄλσος, q.v. From ἀλ- feed in ἀλδαίνω etc.?

Frisk Etymology German

ἄλμα: (Lyk. 319)
{álma}
See also: = ἄλσος, s. d.
Page 1,77