δεκάδωρος
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
δεκάδωρον, (δῶρον ΙΙ) ten palms long or broad, Hes.Op.426.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de diez palmos, que mide diez palmos ἄμαξα prob. ref. a la longitud del armazón, Hes.Op.426, ὀρθώσας δεκάδωρον ἐπὶ χθονὶ σῆμα πορείης Nonn.D.10.395.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Handbreiten lang, breit, ἅμαξα Hes. O. 424.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long ou large de 10 palmes.
Étymologie: δέκα, δῶρον².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάδωρος -ον [δέκα, δῶρον] tien handpalmen lang.
Russian (Dvoretsky)
δεκάδωρος: размером в 10 доров (т. е. ок. 7, 7 см.) Hes.
Greek Monolingual
δεκάδωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + δώρον «παλάμη»].
Greek Monotonic
δεκάδωρος: -ον (δῶρονII), αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάδωρος: -ον, (δῶρον ΙΙ) ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος δέκα παλαμῶν. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 424, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.