δεκάδωρος
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
δεκάδωρον, (δῶρον ΙΙ) ten palms long or broad, Hes.Op.426.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de diez palmos, que mide diez palmos ἄμαξα prob. ref. a la longitud del armazón, Hes.Op.426, ὀρθώσας δεκάδωρον ἐπὶ χθονὶ σῆμα πορείης Nonn.D.10.395.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Handbreiten lang, breit, ἅμαξα Hes. O. 424.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long ou large de 10 palmes.
Étymologie: δέκα, δῶρον².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάδωρος -ον [δέκα, δῶρον] tien handpalmen lang.
Russian (Dvoretsky)
δεκάδωρος: размером в 10 доров (т. е. ок. 7, 7 см.) Hes.
Greek Monolingual
δεκάδωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + δώρον «παλάμη»].
Greek Monotonic
δεκάδωρος: -ον (δῶρονII), αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάδωρος: -ον, (δῶρον ΙΙ) ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος δέκα παλαμῶν. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 424, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.