δενδροπήμων
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
δενδροπήμον, gen. ονος, blasting trees, βλάβα A.Eu.938 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que daña los árboles δ. δὲ μὴ πνέοι βλάβα que no sople el mal que daña los árboles A.Eu.938.
German (Pape)
[Seite 546] ονος, den Bäumen schadend, βλάβη Aesch. Eum. 918.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
funeste aux arbres.
Étymologie: δένδρον, πῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδροπήμων -ον, gen. -ονος [δένδρον, πῆμα] die bomen schaadt.
Russian (Dvoretsky)
δενδροπήμων: 2, gen. ονος губящий деревья (βλάβα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δενδροπήμων: -ον, ὁ βλάπτων τὰ δένδρα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 938.
Greek Monolingual
δενδροπήμων (-ονος), -ον (Α)
ο βλαβερός για τα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -πήμων < πήμα «πάθημα, δυστύχημα, συμφορά» (πρβλ. πολυπήμων, πρωτοπήμων.
Greek Monotonic
δενδροπήμων: -ον (πῆμα), αυτός που βλάπτει τα δέντρα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πῆμα
blasting trees, Aesch.