δολομήτης

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολομήτης Medium diacritics: δολομήτης Low diacritics: δολομήτης Capitals: ΔΟΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: dolomḗtēs Transliteration B: dolomētēs Transliteration C: dolomitis Beta Code: dolomh/ths

English (LSJ)

δολομήτου, ὁ, voc. δολομῆτα, = δολόμητις (crafty of counsel, wily), Il. 1.540.

Spanish (DGE)

-ου
• Morfología: [sólo voc. δολομῆτα]
mentiroso, engañoso llama Hera a Zeus Il.1.540, de Odiseo, Q.S.5.292, del pulpo, Opp.H.2.305.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, = folgdm; voc. δολομῆτα Il. 1, 540, ἅπαξ εἰρημέν., vgl. Scholl Herodian.; gen. δολομήτεω Hesych.

French (Bailly abrégé)

voc. δολομῆτα;
fourbe.
Étymologie: δολόμητις.

Russian (Dvoretsky)

δολομήτης: Hom. = δολιόμητις.

Greek (Liddell-Scott)

δολομήτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Ἰλ. Α. 540.

English (Autenrieth)

and δολόμητις, voc. δολομῆτα: crafty, wily.

Greek Monolingual

δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός
2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» — δόλια απάτη.

Greek Monotonic

δολομήτης: -ου, ὁ και δολό-μητις, ὁ, πονηρός στη γνώμη, πανούργος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

δολο-μήτης, ου, n n
crafty of counsel, wily, Hom.