εὐγνωμονέω

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγνωμονέω Medium diacritics: εὐγνωμονέω Low diacritics: ευγνωμονέω Capitals: ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΩ
Transliteration A: eugnōmonéō Transliteration B: eugnōmoneō Transliteration C: evgnomoneo Beta Code: eu)gnwmone/w

English (LSJ)

A have good sense or feeling, show a reasonable or conciliatory spirit, Arist.Rh.Al.1420a16, Epicur.Sent.Vat.62, Plu.Num. 12, etc.; opp. κακοδαιμονᾶν, Id.Luc.4; πρὸς τοὺς ἐχθρούς D.S.13.22.
II reward, repay, τοὺς ἱερέας Lib.Decl.34.26, cf. PAmh.2.142.17 (iv A.D.); εὐ. τὴν ἀντίδοσιν make a return gift in token of gratitude, Him.Or.8.7.

German (Pape)

[Seite 1060] ein εὐγνώμων sein, klug, vorsichtig, bes. gut u. billig handeln, Plut. oft, im Gegensatz von ἀγνωμονέω, Num. 12, πρός τινα, compar. Philop. c. Flamin. 1, wie D. Sic. 13, 22.

French (Bailly abrégé)

εὐγνωμονῶ :
avoir de bons sentiments : τινα à l'égard de qqn.
Étymologie: εὐγνώμων.

Russian (Dvoretsky)

εὐγνωμονέω: быть благосклонным, благожелательным, питать добрые чувства (ψυχὴ εὐγνωμονοῦσα Arst.; τινα Plut. и πρός τινα Diod., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐγνωμονέω: εἶμαι εὐγνώμων, εὐμενής, δίκαιος καὶ τίμιος, δεικνύω καλὰ αἰσθήματα, φέρομαι μετ’ ἐπιεικείας, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 1. 2, Πλουτ. Νουμ. 12, Λούκουλλ. 4· πρός τινα Διόδ. 13. 22.

Greek Monotonic

εὐγνωμονέω: είμαι δίκαιος και τίμιος, δείχνω καλά αισθήματα, φέρομαι με επιείκεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐγνωμονέω,
to be fair and honest, show good feeling, Plut. [from εὐγνώμων