εὐρύαλος
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
εὐρύαλον, (ἅλως)
A with wide threshing-floor, broad, χῶρος Opp.H.1.62; νέφεα dub. in AP7.748 (Antip. Sid.):—in Nonn. D. 4.409, etc. (cj. in 13.68), also εὐρυάλως, ωος.
II Εὐρύαλος· ὁ Ἀπόλλων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1094] = Folgdm; χῶρος Opp. H. 1, 62; οὐράνια νέφεα Antp. Sid. 51 (VII, 748).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'aire est large ; p. ext. large, vaste.
Étymologie: εὐρύς, ἅλως.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύᾰλος: с широким гумном, т. е. широкий, большой (οὐράνια νέφεα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύᾰλος: -ον, (ἅλως) ἔχων εὐρὺ ἁλώνιον, εὐρύς, χῶρος Ὀππ. Ἁλ. 1. 62· νέφεα Ἀνθ. Π. 7. 748· παρὰ Νόνν. Δ. 4. 409, κτλ.· ὡσαύτως εὐρυάλως, -ωος. ΙΙ. «Εὐρύαλος· ὁ Ἀπόλλων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
εὐρύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ αλώνι, ο ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ευρυάλως].
(II)
-η, -ο
βιολ. (για οργανισμούς) αυτός που ζει σε νερά με μεγάλες και γρήγορες διακυμάνσεις αλμυρότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + αλς, -ός «θάλασσα»].
Greek Monotonic
εὐρύᾰλος: -ον (ἅλως), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ αλώνι· γενικά, αχανής, απέραντος, εκτεταμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐρύ-ᾰλος, ον ἅλως
with wide threshing-floor, generally, broad, Anth.