θεσπιδαής
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
θεσπιδαές, (δαίω A) kindled by a god, θ. πῦρ portentous fire, Il.12.177, 441, Od. 4.418, etc. (Ep. word.)
German (Pape)
[Seite 1204] ές, eigtl. von Gott her brennend, durch eine Gottheit entzündet, übh. von gewaltigem, ungewöhnlich heftigem Feuer, πῦρ, Il. 12, 177 u. öfter; vgl. Butim. Lexil. I p. 166.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
allumé par les dieux ; qui brûle avec une violence extraordinaire.
Étymologie: θέσπις, δαίω.
Russian (Dvoretsky)
θεσπῐδαής: зажженный (самими) богами, т. е. ярко пылающий (πῦρ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θεσπῐδαής: -ές, (δαίω) ἀνημμένος ὑπὸ θεοῦ τινος, θ. πῦρ, πῦρ φοβερόν, μανιῶδες, φαινόμενον πλέον τι ἢ φυσικόν, Ἰλ. Μ. 177, 441, Ὀδ. Δ. 418, κτλ., Ἡσύχ. Ἐπικ. λέξ. - Πρβλ. Buttm. Λεξιλ. ἐν λ. θέσκελος 4.
English (Autenrieth)
ές (δαί Od. 24.1): prodigiously or fiercely blazing, πῦρ. (Il. and Od. 4.418).
Greek Monolingual
θεσπιδαής, -ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημιδαής, πυρδαής].
Greek Monotonic
θεσπῐδαής: -ές (δαίω), αναμμένος από κάποιον θεό· θεσπιδαὲς πῦρ, φοβερή, μανιώδης φωτιά, τέτοια που να φαίνεται υπερφυσική, σε Όμηρ.
Middle Liddell
θεσπῐ-δαής, ές δαίω
kindled by a god, θ. πῦρ furious, portentous fire, such as seems more than natural, Hom.