κρατησίπους
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, victorious in the footrace, ib.10.16.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui l'emporte par les pieds, càd à la course.
Étymologie: κρατέω, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατησίπους -ποδος [κρατέω, πούς] winnend in de wedloop.
German (Pape)
ποδος, mit den Füßen, d.i. im Laufe siegend, Pind. P. 10.16.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτησίπους: 2, gen. ποδος (ῐ) побеждающий в беге (досл. ногами) (ἵππος Pind.).
English (Slater)
κρᾰτηςῐπους victorious in speed of foot ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν pr. (P. 10.16) κρατησίπους (sc. ἵππος) fr. 13.
Greek Monolingual
κρατησίπους, -ουν (Α)
αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλίπους, καμψίπους].
Greek Monotonic
κρᾰτησίπους: ὁ, ἡ, νικηφόρος στον αγώνα δρόμου, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησίπους: ὁ, ἡ, νικητὴς ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, Πινδ. Π. 10. 25.
Middle Liddell
κρᾰτησί-πους,
victorious in the foot-race, Pind.