λυκόφρων

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόφρων Medium diacritics: λυκόφρων Low diacritics: λυκόφρων Capitals: ΛΥΚΟΦΡΩΝ
Transliteration A: lykóphrōn Transliteration B: lykophrōn Transliteration C: lykofron Beta Code: luko/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, wolf-minded, = δεινόφρων, Hsch.; ἄνδρες λυκόφρονες quoted as poet. by Plu.2.988d:—in Hom. only as pr. n.

French (Bailly abrégé)

ως, ον, gén. ονος;
au cœur de loup, càd hardi.
Étymologie: λύκος, φρήν.

German (Pape)

ον, wolfsmütig, δεινόφρων, Hesych., poet. bei Plut. Gryll. 4.

Russian (Dvoretsky)

λῠκόφρων: 2, gen. ονος отважный как волк (ἄνδρες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λυκόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, «δεινόφρων. ὑψηλόφρων» Ἡσύχ.· οἱ ποιηταὶ τοὺς κράτιστα τοῖς πολεμίοις μαχομένους λυκόφρονας καὶ θυμολέοντας προσαγορεύουσι Πλούτ. 2. 988D· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα. ― Ἐπίρρ. λυκοφρόνως, Εὐστ. Θεσσαλ. σ. 508, ἔκδ. Mi. τ. 136.

Greek Monolingual

λυκόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει φρόνημα και τόλμη λύκου, γενναιότατος, ανδρειότατος («οἱ ποιηταὶ τοὺς κράτιστα τοῖς πολεμίοις μαχομένους λυκόφρονας καὶ θυμελέοντας προσαγορεύουσι», Πλούτ.).
επίρρ...
λυκοφρόνως (Α)
με υψηλό φρόνημα, με μεγάλη τόλμη, γενναιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. κραταιόφρων, νηπιόφρων].