λυκόφρων
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, wolf-minded, = δεινόφρων, Hsch.; ἄνδρες λυκόφρονες quoted as poet. by Plu.2.988d:—in Hom. only as pr. n.
French (Bailly abrégé)
ως, ον, gén. ονος;
au cœur de loup, càd hardi.
Étymologie: λύκος, φρήν.
German (Pape)
ον, wolfsmütig, δεινόφρων, Hesych., poet. bei Plut. Gryll. 4.
Russian (Dvoretsky)
λῠκόφρων: 2, gen. ονος отважный как волк (ἄνδρες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λυκόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, «δεινόφρων. ὑψηλόφρων» Ἡσύχ.· οἱ ποιηταὶ τοὺς κράτιστα τοῖς πολεμίοις μαχομένους λυκόφρονας καὶ θυμολέοντας προσαγορεύουσι Πλούτ. 2. 988D· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα. ― Ἐπίρρ. λυκοφρόνως, Εὐστ. Θεσσαλ. σ. 508, ἔκδ. Mi. τ. 136.
Greek Monolingual
λυκόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει φρόνημα και τόλμη λύκου, γενναιότατος, ανδρειότατος («οἱ ποιηταὶ τοὺς κράτιστα τοῖς πολεμίοις μαχομένους λυκόφρονας καὶ θυμελέοντας προσαγορεύουσι», Πλούτ.).
επίρρ...
λυκοφρόνως (Α)
με υψηλό φρόνημα, με μεγάλη τόλμη, γενναιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. κραταιόφρων, νηπιόφρων].