νεκυοστόλος

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠοστόλος Medium diacritics: νεκυοστόλος Low diacritics: νεκυοστόλος Capitals: ΝΕΚΥΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: nekyostólos Transliteration B: nekyostolos Transliteration C: nekyostolos Beta Code: nekuosto/los

English (LSJ)

νεκυοστόλον,
A ferrying the dead over the Styx, of Charon, AP7.63,530 (Antip. Thess.); also ν. Αἶσα Man.4.405.
2 bearing the dead, of a bier, AP7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 238] = νεκροστόλος, πορθμεύς, Charon, Ep. ad. 657 (VII, 63); Antp. Th. 55 (VII, 530) u. a. sp. D., wie Man. 6, 530; Αἶσα, 4, 405. Auch von der Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte les morts (Charon).
Étymologie: νέκυς, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

νεκυοστόλος:
1 перевозящий усопших (πορθμεύς, т. е. Χάρων Anth.);
2 переносящий покойников (ἀσκάντης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκυοστόλος: -ον, ὁ διαπορθμεύων τοὺς νεκροὺς διὰ τῆς Στυγός, ἐπὶ τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ, Π. 7. 63, 530. 2) ὁ φέρων τὸν νεκρόν, ἐπὶ φερέτρου, αὐτόθι 634.

Greek Monolingual

νεκυοστόλος, -ον (Α)
1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου της Στυγός
2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο-στόλος, ψυχο-στόλος.

Greek Monotonic

νεκυοστόλος: -ον (στέλλω
1. αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς μέσω της Στύγας, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ανθ.
2. αυτός που μεταφέρει νεκρούς, λέγεται για φέρετρο, στο ίδ.

Middle Liddell

νεκυο-στόλος, ον στέλλω
1. ferrying the dead, of Charon, Anth.
2. bearing the dead, of a bier, Anth.