νεκυοστόλος
English (LSJ)
νεκυοστόλον,
A ferrying the dead over the Styx, of Charon, AP7.63,530 (Antip. Thess.); also ν. Αἶσα Man.4.405.
2 bearing the dead, of a bier, AP7.634 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 238] = νεκροστόλος, πορθμεύς, Charon, Ep. ad. 657 (VII, 63); Antp. Th. 55 (VII, 530) u. a. sp. D., wie Man. 6, 530; Αἶσα, 4, 405. Auch von der Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui transporte les morts (Charon).
Étymologie: νέκυς, στέλλω.
Russian (Dvoretsky)
νεκυοστόλος:
1 перевозящий усопших (πορθμεύς, т. е. Χάρων Anth.);
2 переносящий покойников (ἀσκάντης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυοστόλος: -ον, ὁ διαπορθμεύων τοὺς νεκροὺς διὰ τῆς Στυγός, ἐπὶ τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ, Π. 7. 63, 530. 2) ὁ φέρων τὸν νεκρόν, ἐπὶ φερέτρου, αὐτόθι 634.
Greek Monolingual
νεκυοστόλος, -ον (Α)
1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου της Στυγός
2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο-στόλος, ψυχο-στόλος.
Greek Monotonic
νεκυοστόλος: -ον (στέλλω)·
1. αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς μέσω της Στύγας, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ανθ.
2. αυτός που μεταφέρει νεκρούς, λέγεται για φέρετρο, στο ίδ.
Middle Liddell
νεκυο-στόλος, ον στέλλω
1. ferrying the dead, of Charon, Anth.
2. bearing the dead, of a bier, Anth.