νοσήλιος
English (LSJ)
α, ον, of or for sickness: νοσήλια (sc. σιτία), τά, food for sick persons, Opp.H.1.301.
Greek (Liddell-Scott)
νοσήλιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νόσον, φάρμακον Εὐσταθ. Πονημάτ. 122. 27· ν. ψῆγμα, καταπότιον, αὐτόθι 304. 35 (ἔνθα κακῶς νοσήλειον, ὡς ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 522)· - νοσήλια (ἐξυπακ. σιτία), τά, τροφὴ δι’ ἀσθενεῖς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 301· ὁ Ἰων. τύπος νουσήλια ἀποκατεστάθη ὑπὸ Welcker ἐν τῷ Ἀποσπ. τοῦ Ἀρκτίν. παρὰ τῷ Σχολιαστῇ Ἰλ. Λ. 515. - Κατὰ Σουΐδ.: «νοσήλια, φάρμακα».
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ νοσήλιος, -ία, -ον) νοσηλός
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νοσήλια
χρηματική δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία τών ασθενών
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νόσο
μσν.
φρ. «νοσήλιον ψήγμα» — καταπότι, χάπι
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσηλία
ασθένεια, νόσος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) φάρμακα ή τρόφιμα τα οποία είναι κατάλληλα για τη θεραπεία τών ασθενών.