ξεγράφω
Greek Monolingual
(Μ ξεγράφω)
απαλείφω κάποιον ή κάτι γραμμένο, διαγράφω («ξέγραψε τον λογαριασμό»)
νεοελλ.
1. παύω να υπολογίζω κάποιον ή κάτι (α. «εμένα ξέγραψε με πια από πελάτη σου» β. «τον ξέγραψαν οι φίλοι του μετά το σκάνδαλο»)
3. θεωρώ κάποιον ως πεθαμένο («μετά από πέντε χρόνια απουσίας στο εξωτερικό τον είχαν ξεγράψει όλοι οι συγγενείς του»)
4. απελπίζομαι για την κατάσταση της υγείας ασθενούς («δεν πάει καλά
οι γιατροί τον ξέγραψαν πια»)
5. σβήνω από τη μνήμη, ξεχνώ ρίχνω στη λήθη («ξέγραψε αυτά που σού είπα χθες»)
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο ξεγραμμένος
αυτός του οποίου ο θάνατος θεωρείται αναπόφευκτος
7. παροιμ. «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — λέγεται για να δηλωθεί ότι είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από αυτό που του έχει γραμμένο η μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γράφω (αόρ. ἐξ-έγραψα) βλ. και λ. ξ(ε)-].