ξεινήιον

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek (Liddell-Scott)

ξεινήιον: τό, (ξεῖνος) εὕρηται μόνον ἐν τούτῳ τῷ Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπῳ (ἐπειδὴ ὁ ὁμαλὸς τύπος ξενεῖον εἶναι ἄχρηστος), δῶρον τοῦ φιλοξενοῦντος οἷον ἐδίδετο εἰς ἀπερχόμενον φιλοξενηθέντα ξένον, Ὅμ.· πλῆρες: δῶρα ξεινήια Ὀδ. Ω. 273· ἀντὶ ποδὸς ξεινήιον, εἰρωνικῶς, Χ. 290, πρβλ. Υ. 299· ὡσαύτως, αἱ πρὸς φιλοξενίαν τινὸς παρεσκευασμέναι τροφαί, ξεινήια πολλὰ φαγόντε Δ. 33· καὶ οὕτω καθόλου, φιλικὰ δῶρα, ἀλλήλοισι πόρον ξεινήια πολλὰ Ἰλ. Ζ. 218. Πρβλ. ξένιος.

English (Autenrieth)

token of guest-friendship, or hospitality, a present given in honor of this relation, Il. 10.269, Il. 6.218, or entertainment, Il. 18.408; ironically, Od. 9.370; as adj., w. δῶρα, Od. 24.273.

Greek Monolingual

ξεινήιον, τὸ (Α)
(ιων. και επικ. τ.)
1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση της φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. τὰ ξεινήια
δώρα που αντάλλασσαν οι φιλοξενούμενοι προς ανάμνηση της αμοιβαίας φιλοξενίας («οί δὲ και άλλήλοισι πόρον ξεινήια καλά», Ομ. Ιλ.)
3. οι τροφές που παρασκευάζονταν για τη φιλοξενία («ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλά φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων δεῡρ' ἱκόμεθ'», Ομ. Οδ.)
4. (γενικά) δώρο σε φίλο
5. μισθός, αμοιβή
6. (ειρωνικά) ανταπόδοση του κακού που έχει γίνει εις βάρος κάποιου με κακό, το αντίποινο, η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεῖνος, ιων. τ. του ξένος + κατάλ. -ήια, κατά το πρεσβήια].

Middle Liddell

ξεινήιον, ου, τό, ξεῖνος [ionic for ξενεῖον which is not used]
a host's gift, given to a departing guest, Hom.; δῶρα ξεινήια Od.