ομόλογος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόλογος, -ον)
1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» — σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς το άλλο ως προς μία ομόγραφη σχέση)
2. το ουδ. ως ουσ. το ομόλογο
α) έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται μια συμφωνία, συμφωνητικό
β) συμφωνία, συνθήκη
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή χαρακτηρίζεται από ομολογία («ομόλογα όργανα»)
2. το ουδ. ως ουσ. (εμπορ. δίκ.) η ομολογία
3. (για υπουργό) αυτός που κατέχει το ίδιο χαρτοφυλάκιο με τον υπουργό ενός άλλου κράτους
4. φρ. α) «χρεωστικό ομόλογο» — δικαιόγραφο το οποίο παλαιότερα εκδιδόταν από έμπορο για την παροχή χρημάτων, χρεωγράφων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σήμερα όμως δεν χρησιμοποιείται
β) «ομόλογο αγιορειτικό»
εκκλ. έγγραφο με το οποίο παραχωρείται, αντί συμβολικού τιμήματος, ένα κελλί μονής σε έναν ή περισσότερους μοναχούς για εγκαταβίωση
γ) «ομόλογα χρωματοσώματα»
βιολ. ζεύγος όμοιων χρωματοσωμάτων τών διπλοειδών κυττάρων, ένα πατρικής και ένα μητρικής προέλευσης
δ) «ομόλογα γονίδια»
βιολ. δύο γονίδια τοποθετημένα στον ίδιο χώρο δύο ομόλογων χρωματοσωμάτων
ε) «ομόλογες ενώσεις»
χημ. ονομασία τών οργανικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες και ακολουθούν τους ίδιους νόμους μετατροπής
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ὁμόλογος
ο ομολογητής
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον, που συμφωνεί με κάποιον, σύμφωνος
2. αυτός που έγινε παραδεκτός, ομολογημένος, συμπεφωνημένος («συνθήκα Αἰτωλοῖς και Ἀκαρνάνοις ὁμόλογος», επιγρ.)
3. (για πρόσ.) ο ομολογούμενος, ο πανθομολογούμενος, αναγνωρισμένος από όλους («ὁμόλογοι κακοῦργοι», πάπ.)
4. φρ. α) «ἐξ ὁμολόγου»
i) κατά κοινή συμφωνία, με συμφωνία
ii) αναμφισβήτητα, φανερά, ομολογουμένως
β) «ὁμόλογοι πλευραί»
μαθημ. οι πλευρές τών όμοιων πολυγώνων γενικώς που έχουν τον ίδιο λόγο
γ. «ὁμόλογος σπόρος» — το συμφωνημένο ποσό σίτου
5. (για πρόσ.) αυτός που εκμισθώνεται με ορισμένους όρους οι οποίοι συμφωνήθηκαν ελευθέρως και αμοιβαίως
8. (για αγρούς) αυτός για τον οποίο υπάρχει συμφωνία για τη φορολογία, αυτός που υπόκειται σε συμφωνημένη φορολογία.
επίρρ...
ὁμολόγως (Α)
1. σύμφωνα με κάτι
2. ομολογουμένως
3. φρ. «ὁμολόγως κεῖσθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε θέση ανάλογη με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λόγος].