ταλαεργός

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰεργός Medium diacritics: ταλαεργός Low diacritics: ταλαεργός Capitals: ΤΑΛΑΕΡΓΟΣ
Transliteration A: talaergós Transliteration B: talaergos Transliteration C: talaergos Beta Code: talaergo/s

English (LSJ)

ταλαεργόν, (τλάω, ϝέργον, cf. ταλαύρινος) bearing labour or enduring labour, of mules, Il.23.654,662, Od.4.636, Hes.Op.46, al.; of Heracles, Theoc.13.19; laborious, πόνος Opp.H.5.50; of a spinning-woman, A.R.4.1062..

German (Pape)

[Seite 1064] Arbeit ertragend, ausdauernd beim Werk od. bei der Arbeit; ἡμίονος, Il. 23, 654. 661 Od. 4, 636. 21, 23; Hes. u. sp. D., wie αὐχὴν ταύρων Mosch. ep. (Plan. 200). Bei Theocr. 13, 19 auch vom Herakles, der Viel ausgehalten, gearbeitet hat; πόνος, mühsam, Opp. Hal. 5, 20.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui supporte le travail, endurci au travail, infatigable.
Étymologie: p. *ταλαϝεργός, de τλάω, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰεργός:
1 трудолюбивый, выносливый в работе (ἡμίονος Hom., Her.);
2 неутомимый в трудах, много потрудившийся (Ἀλκμήνας υἱός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ταλαεργός: -όν, (-ταλα- (ἐκ τοῦ *τλάω) καὶ ϝέργον, πρβλ. ταλαύρινος) τλητικός, τλῆναι δυνάμενος πρὸς πᾶν ἔργον, ὑπομένειν τοὺς κόπους, ὑπομονητικός, καρτερικός, ἐργατικός, ἐπὶ τῶν ἡμιόνων, Ἰλ. Ψ. 654, 662, Ὀδ. Δ. 636, καὶ Ἡσ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, ὡς τὸ πολύτλας, Θεόκρ. 13. 19· κοπώδης, πόνος Ὀππ. Ἁλ. 5. 50.

English (Autenrieth)

(τλῆναι, ϝέργον): enduring labor, patient, drudging, epithet of mules.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός
2. επίπονος
3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυεργός].

Greek Monotonic

τᾰλαεργός: -όν (*τλάω, Ϝέργον), αυτός που αντέχει, υπομένει κάθε εργασία, που υπομένει τους κόπους, υπομονετικός, καρτερικός, εργατικός, λέγεται για τα μουλάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τᾰλα-εργός, όν [*τλάω, ϝέργον]
enduring labour, drudging, of mules, Hom., Hes.; of Hercules, Theocr.