παρακρίνω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
[ῑ],
A judge falsely, Hsch. s.v. παραβραβεύων.
II Pass., to be drawn up in line opposite, Plu.Ant.39; πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν the land force drawn up along the shore, Hdt.9.98; παρεκρίθησαν διαταχθέντες Id.8.70, cf. Plu.Cat.Mi. 13.
German (Pape)
[Seite 485] (s. κρίνω), 1) neben einander ordnen od. stellen, bes. von einer Schlachtordnung, pass., π' ζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν, am Gestade in Schlachtordnung aufgestelltes Fußvolk, Her. 9, 98; eben so παρεκρίθησαν διαταχθέντες, 8, 70; u. so noch Plut., z. B. εἶδε περὶ τὰς πύλας ἔξω πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων, Cat. min. 13. – 2) neben einander stellen, um zu vergleichen und zu beurteilen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ranger à côté l'un de l'autre, mettre en ligne, aligner.
Étymologie: παρά, κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
παρακρίνω: (ῑ) располагать рядом, выстраивать (πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν Her.; πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακρίνω: κρίνω παραβάλλων, τι Ahmes Ὀνειρ. 9. 2) κρίνω ἐσφαλμένως, Ἡσυχ. ἐν λ.παραβραβεύων ΙΙ. Παθ., παρατάττομαι εἰς ἀντιμέτωπον γραμμήν, Πλουτ. Ἀντών. 39˙ πολλόν πεζόν παρακεκριμένον παρά τον αἰγιαλόν, πολύ πεζόν στράτευμα παρατεταγμένον παρά τον..., Ἡροδ. 9. 98˙ παρεκρίθησαν διαταχθέντες ὁ αὐτ. 8. 70, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 13.
Greek Monolingual
Α
1. κρίνω εσφαλμένα
2. παθ. παρακρίνομαι
παρατάσσομαι («πολλόν δὲ πεζὸν παρακεκριμένον παρὰ τὸν αἰγιαλιόν», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
παρακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση — Παθ., πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν, πεζό στράτευμα παρατεταγμένο κατά μήκος του γιαλού, σε Ηρόδ.· παρεκρίθησαν διαταχθέντες, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -κρῐνῶ
to draw up in line opposite: Pass., πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν the land force drawn up along the shore, Hdt.; παρεκρίθησαν διαταχθέντες Hdt.