παρενοχλέω

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρενοχλέω Medium diacritics: παρενοχλέω Low diacritics: παρενοχλέω Capitals: ΠΑΡΕΝΟΧΛΕΩ
Transliteration A: parenochléō Transliteration B: parenochleō Transliteration C: parenochleo Beta Code: parenoxle/w

English (LSJ)

A cause one much annoyance, Hp.Ep.13, Arist.Rh.1381 b15, Mem.453a16; π. τινὶ περί τινος Plb.1.8.1: simply τινι LXX Jd.14.17, al., Phld.Ir.p.86W., Act.Ap.15.19.
2 c. acc., annoy, Plb.16.37.3, OGI139.16 (Egypt, ii B.C.), Hierocl.in CA8p.431M.:—Pass., παρηνώχλησθε D.18.50; ὑπό τινος Plb.3.53.6; of disease, ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως OGI331.10 (Pergam., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 516] Einen daneben, während dessen beunruhigen, belästigen; τινί, Arist., παρηνώχλουν τοῖς Καρχηδονίοις Pol. 1, 8, 1 (wie Plut. Timol. 3); aber auch c. accus., 16, 37, 3, wie Plut. Rom. 21 u. öfter; pass., παρηνώχλησθε Dem. 18, 50, παρενοχλούμενος ὑπ' αὐτῶν Pol. 3, 53, 6, Sp.

French (Bailly abrégé)

παρενοχλῶ :
impf. παρηνώχλουν, ao. παρηνώχλησα ; pf. Pass. παρηνώχλημαι;
causer du trouble à, troubler, inquiéter, tourmenter;
NT: accumuler les tracasseries, les difficultés.
Étymologie: παρά, ἐνοχλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ενοχλέω last bezorgen; med.-pass..; παρηνώχλησθε jullie hebben er genoeg van Dem. 18.50; met dat.. μὴ παρενοχλεῖν τοῖς... ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν θεόν degenen die zich tot God bekeren geen last bezorgen NT Act. Ap. 15.19.

Russian (Dvoretsky)

παρενοχλέω: (impf. παρηνώχλουν, pf. pass. παρηνώχλημαι) беспокоить, досаждать (τινι Arst., Polyb., NT и τινα Polyb., Plut.).

English (Strong)

from παρά and ἐνοχλέω; to harass further, i.e. annoy: trouble.

English (Thayer)

παρενόχλω; (see ἐνοχλέω); to cause trouble in a matter (παρά equivalent to παρά τίνι πράγματι); to trouble, annoy: τίνι, Sept.; Polybius, Diodorus, Plutarch, Epictetus, Lucian, others.)

Greek Monotonic

παρενοχλέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ φοβερά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καὶ ὑμεῖς παρηνώχλησθε (βʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παρενοχλέω: ἐνοχλῶ τινα, παρέχω εἴς τινα πολλὴν ἐνόχλησιν, παραβλάπτω τινὸς τὰ συμφέροντα ἢ τὴν ἡσυχίαν, Ἱππ. 1276. 32, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 21, π. Μνήμ. 2. 27· π. τινι περί τινος Πολύβ. 1. 8, 1, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 19. 2) μετ’ αἰτ., μεγάλως ἐνοχλῶ, Πολύβ. 16. 37, 3. - Παθ., καὶ ὑμεῖς παρηνώχλησθε Δημ. 242. 16.

Middle Liddell

fut. ήσω
to trouble greatly, NTest.:—Pass., καὶ ὑμεῖς παρηνώχλησθε (2nd pl. perf. pass.) Dem.

Chinese

原文音譯:parenoclšw 爬而-恩-哦赫累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-在內-擠
字義溯源:更加侵擾,更加為難,困難,難為,苦惱;由(παρά)*=旁,出於)與(ἐνοχλέω)=擠入)組成;而 (ἐνοχλέω)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ὀχλέω)=侵擾)組成,其中 (ὀχλέω)出自(ὄχλος)=擠滿), (ὄχλος)出自(ἔχω)*=持)。參讀 (ἀναστατόω)同義字比較: (ὄχλος)=擠滿
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 難為(1) 徒15:19