ἀναστατόω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
unsettle, upset, [τὴν γῆν] LXX Da.7.23; τὴν οἰκουμένην Act.Ap.17.6, cf. 21.38, PMag.Par.1.2244; of the mind, Ep.Gal.5.12; ἀναστατοῖ με he upsets me, POxy.119.10 (ii/iii A.D.); destroy, Asp. in EN61.28; drive out, BGU1079.20 (i A.D.):—Pass., ἀναστατωθῆναι Harp. s.v. ἀνεσκευάσατο: ἀναστατοῦ ἐς τὰ ὄρη Aq.Ps. 10(11).1.
Spanish (DGE)
I hacer temblar γῆν del tridente de Posidón, E.Fr.20.56M.
II 1expulsar, echar ἡμᾶς BGU 1079.20 (I d.C.), ἐς τὰ ὄρη Aq.Ps.10.1.
2 destruir τὴν πατρίδα Asp.in EN 61.28
•en v. pas. ser desposeído, privado τὸ ... ἐν τῷ βίῳ ἀναστατωθῆναι, τουτέστι τὸ ἀνασκευάσασθαι καὶ οἷον ἀπείπασθαι Harp.s.u. ἀνεσκευάσαντο.
III trastornar, causar problemas με POxy.119.10 (II/III d.C.), ὑμᾶς Ep.Gal.5.12
•trastornar, revolucionar αὐτήν (τὴν γῆν) LXX Da.7.23, τὴν οἰκουμένην Act.Ap.17.6, ὁ Αἰγύπτιος ὁ ... ἀναστατώσας el egipcio revoltoso, Act.Ap.21.38, σελένη ... ἀναστατοῦσα πάντα βουλαῖς ἀστόχοις PMag.4.2245.
German (Pape)
[Seite 208] = ἀνάστατον ποιέω, aufwiegeln, N.T.
French (Bailly abrégé)
ἀναστατῶ :
troubler, bouleverser;
NT: agiter ; déranger.
Étymologie: ἀνάστατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστᾰτόω: возмущать, бунтовать (οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰτόω: ἀναστατώνω, ἀνατρέπω, κάμνω ἄνω κάτω, ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν Πράξ. Ἀπ. ιζ΄, 6, πρβλ. κα΄, 38· ἐπὶ τῆς καταστάσεως τοῦ πνεύματος, πρὸς Γαλ. ε΄, 12: ― Παθ., ἀναστατωθῆναι Ἁρποκρ.
English (Strong)
from a derivative of ἀνίστημι (in the sense of removal); properly, to drive out of home, i.e. (by implication) to disturb (literally or figuratively): trouble, turn upside down, make an uproar.
English (Thayer)
ἀναστάτω; 1st aorist ἀνεστατωσα; a verb found nowhere in secular auth:, but (in Sept.; Graecus Venetus) several times in the O. T. fragments of Aq. (e. g. Symm. (e. g. Eustathius (from ἀνάστατος, driven from one's abode, outcast, or roused up from one's situation; accordingly equivalent to ἀναστατον ποιῶ), to stir up, excite, unsettle; followed by an accusative a. to excite tumults and seditions in the State: Galatians 5:12.
Greek Monotonic
ἀναστᾰτόω: μέλ. -ώσω (ἀνάστατος), αναστατώνω, ανατρέπω, αναταράζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἀνάστατος
to unsettle, upset, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nastatÒw 安那-士他拖哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向上-站 相當於: (בְּלָה)
字義溯源:逐出,擾亂,傾覆,作亂,攪擾;源自(ἀναπηδάω / ἀνίστημι)=站起);由(ἀνά)*=上,回復)與(ἵστημι)*=站)組成。
同義字:1) (ἀναστατόω)逐出,擾亂 2) (ἐνοχλέω)擠入 2) (παρενοχλέω)更加侵擾
出現次數:總共(3);徒(2);加(1)
譯字彙編:
1) 攪擾(1) 加5:12;
2) 作亂(1) 徒21:38;
3) 攪亂(1) 徒17:6
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀναστατώνω). Ἀπό τό ἀνάστατος τοῦ ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. Ἀπό τό ἀναστατῶ τά οὐσιαστ. ἀναστάτωσις, ἀναστατήρ.