παρωνύμιος

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠμιος Medium diacritics: παρωνύμιος Low diacritics: παρωνύμιος Capitals: ΠΑΡΩΝΥΜΙΟΣ
Transliteration A: parōnýmios Transliteration B: parōnymios Transliteration C: paronymios Beta Code: parwnu/mios

English (LSJ)

παρωνύμιον,
A deviating from the sense, slightly altered in sense, Pl.Lg.757d.
II as substantive παρωνύμιον, τό, name formed from another by a slight change, derivative, Id.Sph.268c, Chrysipp.Stoic.3.198, A.D.Adv.160.3; in full, ὄνομα π. Id.Conj.253.22.
2 surname, Sammelb.3787.4; = Lat. cognomen or agnomen, Plu.Num.21, Fab.1.

German (Pape)

[Seite 530] auch 3 End., = παρώνυμος, Plat. Legg. IV, 757 d; bes. τὸ παρωνύμιον, Beiname von einer Person od. Sache, Soph. 268 c, δῆλον ὅτι παρωνύμιον αὐτοῦ τι λήψεται, u. Folgde, wie Plut. Num. 21 u. öfter; Ath. XIII, 565 b; bes. Gramm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dérivé d'un nom ou d'un mot semblable ; τὸ παρωνύμιον, surnom.
Étymologie: παρώνυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρωνύμιος -ον [παρώνυμος] afgeleid van een naam; subst. τὸ παρωνύμιον afgeleide naam; μιμητὴς δ’ ὢν τοῦ σοφοῦ δῆλον ὅτι παρωνυμίον αὐτοῦ τι λήψεται als nabootser van de wijze zal hij natuurlijk ook een hiervan (nl. het wijze) afgeleide naam aannemen Plat. Sph. 268c; bijnaam:. Ἀργᾶς... φασι τῷ Δημοσθένει γενέσθαι παρωνύμιον men zegt dat Demosthenes de bijnaam Argas heeft gekregen Plut. Demosth. 4.8.

Russian (Dvoretsky)

παρωνύμιος: (ῠ) (о слове) производный Plat.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ παρώνυμος
το ουδ. ως ουσ.
νεοελλ.
τὸ παρωνύμιο
όνομα που προστίθεται στο προσωπικό όνομα για λόγους σκωπτικούς ή για να διευκολύνεται η διάκριση μεταξύ ατόμων με το ίδιο ονοματεπώνυμο ή πατρώνυμο, κν. παρατσούκλι, παράνομα, παρανόμι
αρχ.-μσν.
επώνυμο, επωνυμία
αρχ.
1. όνομα που παράγεται από άλλο με μικρή αλλαγή
2. όνομα με μικρή αλλαγή στην έννοια.

Greek Monotonic

παρωνύμιος: [ῠ], -ον,
I. = το επόμ., σε Πλάτ.
II. 1. ως ουσ. παρωνύμιον, τό, παράγωγη λέξη, στον ίδ.
2. επώνυμο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμιος: [ῠ], -ον, ὁ παρεκβαίνων τῆς ἐννοίας, ἐλαφρῶς μεταβεβλημένος τὴν ἔννοιαν, Πλάτ. Νόμ. 757D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παρωνύμιον, τό, ὄνομα σχηματιζόμενον ἐξ ἄλλου διὰ μικρᾶς τινος μεταβολῆς, παράγωγον, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268C, Χρύσιππος παρ’ Ἀθην. 565Β. 2) ἐπώνυμον, Πλουτ. Νουμ. 21, Φάβ. 1· καὶ ὁ Κοραῆς διορθοῖ παρωνύμιον ἀντὶ -ώνυμον ἐν Μάρκῳ Κάτωνι 27, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 457) ἔνθα λέγει: «διορθούσθω ἐν παρόδῳ καὶ Ἱπποκράτης (Ἐπιδημ. Ϛ΄, τ. η΄, σ. 822) «Σάτυρος ἐν Θάσῳ, παρωνόμιον ἐκαλεῖτο Γρυπαλώπηξ· παρωνύμιον γὰρ παρ’ ἐκείνῳ γραπτέον», Δημ. 4, κτλ.

Middle Liddell

παρ-ωνῠ́μιος, ον,
I. = παρ-ώνῠμος, Plat.
II. as substantive, παρωνύμιον, ου, a derivative, Plat.
2. a surname, Plut.