περίσκληρος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
περίσκληρον, very hard, Hp.Aff.59, Epid.6.1.10: metaph., very rough, strong, πνεῦμα Antiph.202.17; of persons, very tough, Heliod. (?)ap.Orib.44.14.4.
German (Pape)
[Seite 591] ringsumher sehr hart, übtr. π νεῦμα, Antiphan. bei Ath. VI, 257 f.
Greek (Liddell-Scott)
περίσκληρος: -ον, λίαν σκληρός, Ἱππ. 530. 5., 1165Ε· μεταφορ., λίαν τραχύς, ἰσχυρός, «οὕτως ἀνερρίπιζον, ὥστε σύμμετρον αὐτῷ τὸ πνεῦμα, μὴ σκληρὸν ποιεῖν» Ἀντιφάν. ἐν «Στρατιώτῃ» 2. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ σκληρός, κατάσκληρος («ὄγκος κακοήθης και περίσκληρος», Γαλ.)
2. μτφ. πολύ τραχύς, σφοδρός, ισχυρός
3. (για πρόσ.) πολύ επίμονος, άκαμπτος, ισχυρογνώμονας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-σκληρος -ον heel hard.