περιδίω

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδίω Medium diacritics: περιδίω Low diacritics: περιδίω Capitals: ΠΕΡΙΔΙΩ
Transliteration A: peridíō Transliteration B: peridiō Transliteration C: peridio Beta Code: peridi/w

English (LSJ)

[ῖ], = περιδείδια, to be in great fear for, c. dat., used by Hom. only in 3sg. impf. and always in tmesi, περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Il.9.433, 11.557: followed by relat. clause, περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι 5.566: without dat., περὶ γὰρ δίε, μή μιν Ἀχαιοὶ… ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν 17.666, cf. Od.22.96.

German (Pape)

[Seite 573] (s. δίω), alte ep. Form statt περιδείδω, sehr fürchten; so erklärt man die mehrmals vorkommende homerische Vrbdg περὶ γὰρ δίε, als Tmesis für περιέδιε; es folgt darauf ποιμένι λαῶν, μή τι πάθῃ, Il. 5, 566, sehr besorgt war er für den Hirten, daß er etwa; νηυσὶν Ἀχαιῶν, 9, 433, absolut, mit folgendem μή, 17, 666 Od. 22, 96.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

  • περιδίω [περί,*δίω] aor. περιέδεισα, ep. 3 plur. περίδεισαν, ep. ptc. περιδείσας, ep. indic. aor. act. 3 sing. περὶ δίε (in tmesis); ep. perf. περιδείδια, heel erg bezorgd zijn; met gen..; αἰνῶς γὰρ Δαναῶν περιδείδια ik ben heel bezorgd voor de Grieken Il. 10.93; met dat..; ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια ik vrees voor mijn eigen leven Il. 17.242; met μή. περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοί... ἕλωρ δηίοισι λίποιεν want hij was heel bang dat de Grieken hem ten prooi aan de vijand zouden achterlaten Il. 17.666.

Russian (Dvoretsky)

περιδίω: эп. (только 3 л. sing. impf. in tmesi περὶ γὰρ δίε) Hom. = περιδείδω.

Greek (Liddell-Scott)

περιδίω: παλαιὸς Ἐπικ. τύπος ἀντὶ τοῦ περιδείδω, διατελῶ ἐν μεγάλῳ φόβῳ περί τινος, μετὰ δοτ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ' ἑνικ. παρατ. καὶ ἀείποτε ἐν τμήσει, περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Ἰλ. Ι. 433, Λ. 557· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Ε. 566· καὶ ἄνευ δοτ., περὶ γὰρ δίε, μή μιν Ἀχαιοὶ ... ἕλωρ δηίοισι λίποιεν Ρ. 666, πρβλ. Ὀδ. Χ. 96.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ. του περιδείδω) φοβούμαι, ανησυχώ πολύ (α. «περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν» β. «περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν μή τι πάθοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίω, επικ. τ. του δείδω].

Greek Monotonic

περιδίω: παλιός τύπος του περιδείδω, βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο, με δοτ., μόνο στο γʹ ενικ. παρατ. περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

old form for περιδείδω
to be in great fear for, c. dat., only in 3rd sg. imperf., περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Il., etc.