περιφοίτησις

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφοίτησις Medium diacritics: περιφοίτησις Low diacritics: περιφοίτησις Capitals: ΠΕΡΙΦΟΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: periphoítēsis Transliteration B: periphoitēsis Transliteration C: perifoitisis Beta Code: perifoi/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, wandering about, Plu.Lys.20, Id.2.592d.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, das Umhergehen, Umherwandern, Plut. Lys. 20 de gen. Socr. 22.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se promener ou de rôder tout autour.
Étymologie: περί, φοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιφοίτησις -εως, ἡ [πειφοιτάω] omzwerving.

Russian (Dvoretsky)

περιφοίτησις: εως ἡ странствование, блуждание (πλάνη καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιφοίτησις: ἡ, περιπλάνησις, Πλουτ. Λύσανδρ. 20, ὁ αὐτ. 2. 59. D.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ Α περιφοιτώ
η περιπλάνηση.

Greek Monotonic

περιφοίτησις: ἡ (φοιτάω), περιπλάνηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περι-φοίτησις, εως, φοιτάω
a wandering about, Plut.