προαγών

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγών Medium diacritics: προαγών Low diacritics: προαγών Capitals: ΠΡΟΑΓΩΝ
Transliteration A: proagṓn Transliteration B: proagōn Transliteration C: proagon Beta Code: proagw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,
A a ceremonial parade of actors, etc., preceding dramatic contests at Athens, Aeschin.3.67 (cf. Sch.ad loc.), IG22.780.16 (pl.), Vit.Eur.; title of play by Ar., cf. Fr.461, al.
2 preliminary contest, προαγῶνας προαγωνιστέον Pl.Lg.796d, cf.IG12(9).189.23 (Eretria, iv B.C.), Philostr.Gym.11: metaph., προαγῶνας ἀεὶ κατασκευάζων αὑτῷ τῆσδε τῆς γραφῆς D.22.59. (προάγων acc. to Hdn. Gr.1.24, 2.729.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αγών -ῶνος, ὁ voorwedstrijd.

Greek Monolingual

και προάγων, -ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν
(στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση της υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ' ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία καὶ ὁ προαγών», Αισχίν.)
αρχ.
1. προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση
2. προετοιμασία για γιορτή
3. μτφ. εξάσκηση
4. ως κύριο όν. Προαγών ή Προάγων
τίτλος έργου του Αριστοφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀγων].

Greek Monotonic

προᾰγών: -ῶνος, ὁ, προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση, προετοιμασία, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προετοιμασία για γιορτή, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγών: -ῶνος, ὁ, (καθ’ Ἡρῳδιαν. Α΄, 24, 1, Β΄, 729, 7. προάγων) προκαταρκτικὸς ἀγών, προγύμνασις, προεξάσκησις, ὄνομα δράματός τις τοῦ Ἀριστοφάνους (Ἀποσπ. 74-83, ἴδε Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1137), Πλάτ. Νόμ. 796D, Αἰσχίν. 63. 14, κτλ.· προαγῶνας (προάγωνας Βεκκ.) ἀεὶ κατασκευάζων ἑαυτῷ τῆσδε τῆς γραφῆς Δημ. 611. 8· ― ἡ πρὸς ἑορτὴν τινα παρασκευή, Αἰσχίν. 63. 14.

Middle Liddell

προ-ᾰγών, ῶνος, ὁ,
a preliminary contest, prelude, Ar., Plat.:— the preparation for a festival, Aeschin.