προβάτειος

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτειος Medium diacritics: προβάτειος Low diacritics: προβάτειος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: probáteios Transliteration B: probateios Transliteration C: provateios Beta Code: proba/teios

English (LSJ)

α, ον,
A of a sheep, [γάλα] Arist.HA522a22; στέαρ J.AJ3.11.2; κρέας S.E.P.3.223, cf. Str.11.8.6.
II προβάτειον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Ps.-Dsc.2.126; but προβάτειος, = θύμβρα, Id.3.37.

German (Pape)

[Seite 710] vom Schafe, zum Schafe gehörig, γάλα, Arist. H. A. 3, 20 u. A. – B. A. 296 προβάτεια χωρία, Land zur Schafweide geschickt.

Russian (Dvoretsky)

προβάτειος: (ᾰ) овечий (γάλα Arst.): προβάτειον κρέας Sext. баранина.

Greek (Liddell-Scott)

προβάτειος: -α, -ον, (πρόβατον) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, τοῦ προβάτου, γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 12· κρέας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 223. ΙΙ. προβάτειον, τό, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀρνόγλωσσον, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθων) 2. 153.

Greek Monolingual

-α, -ο / προβάτειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ πρόβατον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.προβάτειος
το φυτό θρούμπι, η θύμβρη
2. το ουδ. ως ουσ. το προβάτειον
το φυτό αρνόγλωσσο.