προεγείρω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A wake up before, ἑαυτούς Arist.EN1150b23.
II προεγρήγορα, intr., continue awake, Id.Pr.916b2 codd. (dub. l., προσ- cj. Bekker).
2 watch over, c. gen., Philostr.VA8.7, Im.2.17.
German (Pape)
[Seite 717] (s. ἐγείρω), vorher erwecken, Arist. eth. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
1 éveiller auparavant;
2 intr., au pf.2 être éveillé auparavant.
Étymologie: πρό, ἐγείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εγείρω tevoren wekken.
Russian (Dvoretsky)
προεγείρω:
1 раньше будить: π. ἑαυτούς Arst. заранее стряхнуть с себя дремоту;
2 (pf. προεγρήγορα) раньше пробуждаться, бодрствовать (Arst. - v.l. προσεγείρω).
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα
αρχ.
1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.)
2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι
3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα
εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγείρω «σηκώνω από τον ύπνο»].
Greek Monotonic
προεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, σηκώνω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
προεγείρω: ἐγείρω πρότερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· ― προεγρήγορα, εἶμαι προεγρηγορώς, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 18. 1· πρβλ. προσεγείρω.