προκαταλύω

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταλύω Medium diacritics: προκαταλύω Low diacritics: προκαταλύω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: prokatalýō Transliteration B: prokatalyō Transliteration C: prokatalyo Beta Code: prokatalu/w

English (LSJ)

A break up, annul beforehand, νόμους Th.3.84; τὸν πλοῦν D.56.24; π. τοῦ ἔργου τὸν βίον before finishing his work, Plu. Sol.32; π. ἑαυτόν debase oneself too low, J.BJ1.6.5; inhibit, check prematurely, ἀναπνοῆς ἐνέργειαν Gal.1.275:—Med., τὴν ἔχθρην π. end their mutual enmity before, Hdt.7.6; τὸν πόλεμον IG22.127.42, D.H. 8.47.
II intr., rest before, παρά τινι Ph.1.229.

German (Pape)

[Seite 728] vorher auflösen, aufheben, νόμους, Thuc. 3, 84; προκατέλυσαν τὸν πλοῦν, sie hoben die Fahrt auf, Dem. 56, 24; τὸν βίον τοῦ ἔργου, d. h. vor der Ausführung sterben, Plut. Sol. 32. – Med., τὴν ἔχθρην, Her. 7, 6; D. Hal. 5, 61 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

dissoudre auparavant, d'où
1 abolir (une loi) auparavant;
2 faire cesser, mener à terme, accomplir auparavant : τὸν βίον προκαταλύειν τοῦ ἔργου PLUT terminer sa vie avant une œuvre entreprise;
Moy. προκαταλύομαι faire cesser pour soi auparavant. : προκαταλύειν ἔχθρην HDT disposer sa haine pour qqn auparavant, se réconcilier auparavant.
Étymologie: πρό, καταλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταλύω eerder beëindigen:; π. τοὺς νόμους eerder de wetten opschorten Thuc. 3.84.3; met acc. en gen. comp..; προκατέλυσε τοῦ ἔργου τὸν βίον hij liet het leven voordat het werk af was Plut. Sol. 32.1; ook med.. τὴν ἔχθρην π. eerst de vijandschap bijleggen Hdt. 7.6.3.

Russian (Dvoretsky)

προκαταλύω: предварительно прекращать, (за)ранее отменять (sc. τοὺς κοινούς νόμους Thuc.; τὸν πλοῦν Dem.): τὴν ἔχθρην προκαταλυσάμενοι Her. прекратив до этого (взаимную) вражду; π. τοῦ ἔργου τὸν βίον Plut. окончить жизнь до завершения работы.

Greek Monolingual

Α καταλύω
1. καταλύω, καταργώ κάτι εκ τών προτέρων («ἐν ἄλλων τιμωρίαις προκαταλύειν τοὺς νόμους», Θουκ.)
2. παρακωλύω, εμποδίζω («εἰ μέτριος εἴη ὁ πυρετὸς ὥστε μὴ προκαταλῡσαι τὴν δύναμιν τοῦ νοσοῦν τος», Γαλ.)
3. αναπαύομαι προηγουμένως
4. μέσ. προκαταλύομαι
(κυρίως για έχθρα ή πόλεμο) σταματώ εκ τών προτέρων
5. φρ. «προκαταλύω τὸν βίον τοῦ ἔργου» — πεθαίνω πριν από την ολοκλήρωση του έργου μου.

Greek Monotonic

προκαταλύω: μέλ. -λύσω [ῡ], καταλύω, ακυρώνω ή καταργώ από πριν, σε Θουκ.· τὸν βίον προκαταλύω τοῦ ἔργου, πεθαίνω πριν τελειώσω το έργο μου, σε Πλούτ. — Μέσ., προκαταλύω τὴν ἔχθρην, παύουν από πριν την αμοιβαία έχθρα τους, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταλύω: καταλύω, καταργῶ, ἐκ τῶν προτέρων, νόμους Θουκ. 3. 84· τὸν πλοῦν Δημ. 1290. 15· τὸν βίον πρ. τοῦ ἔργου, πρὶν ἢ τελειώσῃ τὸ ἔργον αὐτοῦ, Πλούτ. Σόλ. 32· ὡς μὴ προκαταλύειν δόξειεν ἑαυτόν, ἵνα μὴ φανῇ ὅτι καταλύει ἑαυτὸν τόσον ταχέως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 6, 5. ― Μέσ., προκαταλύεσθαι τὴν ἔχθρην, παύειν τὴν ἀμοιβαίαν ἔχθραν πρότερον, Ἡρόδ. 7. 6· τὸν πόλεμον Διον. Ἁλ. 8. 47. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναπαύομαι πρότερον, Φίλων 1. 229.

Middle Liddell

fut. -λύσω
to break up or annul beforehand, Thuc.; τὸν βίον πρ. τοῦ ἔργου to end his life before finishing his work, Plut.:—Mid., πρ. τὴν ἔχθρην to end their mutual enmity before, Hdt.

Lexicon Thucydideum

prius evertere, to overthrow first, 3.84.3.