προπυνθάνομαι
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
pf. -πέπυσμαι, learn by inquiring before, hear beforehand, τι Hdt.1.21, 5.63,102; ὅτι… Th.4.42, etc.
German (Pape)
[Seite 741] (s. πυνθάνομαι), vorher erforschen, erfahren; Her. 1, 21. 5, 63. 102; Thuc. 4, 42; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
s'informer ; apprendre auparavant.
Étymologie: πρό, πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πυνθάνομαι vooraf vernemen.
Russian (Dvoretsky)
προπυνθάνομαι: раньше узнавать (προπυθόμενοι, ὅτι ἡ στρατιὰ ἕξει Thuc.): προπεπυσμένος πάντα λόγον Her. заранее будучи уведомлен обо всем.
Greek Monolingual
Α
ερωτώ να μάθω κάτι από πριν, ζητώ πληροφορίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πυνθάνομαι «ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι»].
Greek Monotonic
προπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. αʹ προὐπῠθόμην· αποθ.· μαθαίνω αφού ερευνήσω πρώτα, ακούω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προπυνθάνομαι: ἀποθ., πυνθάνομαι πρότερον, προπυνθανόμενοι ταῦτα Ἡρόδ. 5. 63· προπεπυσμένος πάντα λόγον ὁ αὐτ. 1, 21, 102, Θουκ. 4. 42, κλπ.
Middle Liddell
fut. -πεύσομαι aor2 προὐπῠθόμην
Dep.:— to learn by inquiring before, hear beforehand, Hdt., Thuc.
Lexicon Thucydideum
ante audire, to hear beforehand, 4.42.3, 7.32.1.