προπυνθάνομαι

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπυνθάνομαι Medium diacritics: προπυνθάνομαι Low diacritics: προπυνθάνομαι Capitals: ΠΡΟΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: propynthánomai Transliteration B: propynthanomai Transliteration C: propynthanomai Beta Code: propunqa/nomai

English (LSJ)

pf. -πέπυσμαι, learn by inquiring before, hear beforehand, τι Hdt.1.21, 5.63,102; ὅτι… Th.4.42, etc.

German (Pape)

[Seite 741] (s. πυνθάνομαι), vorher erforschen, erfahren; Her. 1, 21. 5, 63. 102; Thuc. 4, 42; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

s'informer ; apprendre auparavant.
Étymologie: πρό, πυνθάνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πυνθάνομαι vooraf vernemen.

Russian (Dvoretsky)

προπυνθάνομαι: раньше узнавать (προπυθόμενοι, ὅτι ἡ στρατιὰ ἕξει Thuc.): προπεπυσμένος πάντα λόγον Her. заранее будучи уведомлен обо всем.

Greek Monolingual

Α
ερωτώ να μάθω κάτι από πριν, ζητώ πληροφορίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πυνθάνομαι «ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι»].

Greek Monotonic

προπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. αʹ προὐπῠθόμην· αποθ.· μαθαίνω αφού ερευνήσω πρώτα, ακούω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προπυνθάνομαι: ἀποθ., πυνθάνομαι πρότερον, προπυνθανόμενοι ταῦτα Ἡρόδ. 5. 63· προπεπυσμένος πάντα λόγον ὁ αὐτ. 1, 21, 102, Θουκ. 4. 42, κλπ.

Middle Liddell

fut. -πεύσομαι aor2 προὐπῠθόμην
Dep.:— to learn by inquiring before, hear beforehand, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

ante audire, to hear beforehand, 4.42.3, 7.32.1.