πέραση

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

η / πέρασις, ΝΑ
περώ
νεοελλ.
1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση»)
2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους άλλους ή ικανότητα για προσέλκυση ή και για άσκηση γοητείας (α. «όπου και να πάει έχει μεγάλη πέραση» β. «όταν ήταν πιο νέα είχε περισσότερη πέραση»)
3. φρ. α) «ο λόγος του έχει πέραση» — εισακούεται
β) «αυτά δεν έχουν πέραση εδώ» — δεν επιτυγχάνεις με αυτά εδώ, δεν περνούν αυτά εδώ
αρχ.
1. διάβαση, πέρασμα
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού εννέα
3. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «πέρασις βίου, ἡ τελευτή».