προϊάπτω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϊάπτω Medium diacritics: προϊάπτω Low diacritics: προϊάπτω Capitals: ΠΡΟΪΑΠΤΩ
Transliteration A: proïáptō Transliteration B: proiaptō Transliteration C: proiapto Beta Code: proi+a/ptw

English (LSJ)

[ῐ],
A send forth, hurl away to the nether world, ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν Il.1.3, cf. 6.487; Ἀϊδωνῆϊ 5.190; also, πόλιν.. Ἀΐδᾳ προϊάψαι A.Th. 322 (lyr.).
II Pass., project, Nic. Th.723.

German (Pape)

[Seite 725] = προϊάλλω, entsenden; ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων, Il. 1, 3, vgl. 11, 55; Ἀϊδωνῆϊ προϊάψειν, 5, 190 u. 6, 487; immer in derselben Vrbdg im aor. u. fut.; ähnlich Aesch. πόλιν Ἄϊδι προϊάψαι, Spt. 304; einzeln bei Sp., wie Nic. Ther. 722 im pass.

French (Bailly abrégé)

jeter ou envoyer : τινά Ἄϊδι IL ou Ἀϊδωνῆϊ IL envoyer qqn chez Hadès.
Étymologie: πρό, ἰάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϊάπτω, poët., zenden naar:. Ἄϊδι π. naar de Hades zenden Il. 1.3.

Russian (Dvoretsky)

προϊάπτω: сбрасывать, низвергать (φυχὰς ἡρώων Ἄϊδι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

προϊάπτω: παραπλήσιον τῷ προϊάλλω, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε σημαίνει πέμπω τινὰ προώρως εἰς τὸν κάτω κόσμον (ἂν καὶ ἡ ἔννοια τοῦ προώρως δὲν ὑπάρχει ἀναγκαίως ἐν τῇ προθέσει), ἄνδρας... Ἄϊδι προΐαψεν Ἰλ. Α. 3, Ζ. 487· Ἀϊδωνῆι Ε. 190· ― Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 322, πόλιν... Ἀΐδᾳ προϊάψαι. 2) ἀπολ., ἀσχολοῦμαι, ἐσθλοῖς ἔργοις Χρησμ. Σιβ. 14. 97. 3) Παθ., προέχω, ἐξέχω· πρὸς τὰ ἐμπρός, Νικ. Θηρ. 723. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προΐαψεν· προέπεμψεν. προδιέφθειρεν. δηλοῖ δὲ διὰ τῆς λέξεως τὴν μετ’ ὀδύνης αὐτῶν ἀπώλειαν».

Greek Monolingual

Α
1. στέλνω κάποιον πρόωρα στον κάτω κόσμο («πολλὰς δ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων», Ομ. Ιλ.)
2. ασχολούμαι
3. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἰάπτω «κατευθύνω, στέλλω, εξακοντίζω»].

Greek Monotonic

προϊάπτω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ -ίαψα· στέλνω προς τα εμπρός, στέλνω πρόωρα στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.