πρωτοκτόνος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοκτόνος Medium diacritics: πρωτοκτόνος Low diacritics: πρωτοκτόνος Capitals: ΠΡΩΤΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtoktónos Transliteration B: prōtoktonos Transliteration C: protoktonos Beta Code: prwtokto/nos

English (LSJ)

πρωτοκτόνον, of first homicide, προστροπαὶ Ἰξίονος A.Eu.718.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst tödtend, Aesoh. Eum. 688; – πρωτόκτονος, zuerst getödtet (?).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne un premier meurtre.
Étymologie: πρῶτος, κτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοκτόνος -ον [πρῶτος, κτείνω] van de eerste moord, behorende bij de eerste moord:. πρωτοκτόνοισι προστροπαῖς Ἰξίονος toen Ixion zijn smeekbeden deed na het plegen van de eerste moord Aeschl. Eum. 718.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοκτόνος: впервые совершивший убийство: πρωτοκτόνοι προστροπαὶ Ἰξίονος Aesch. молитвы первого человекоубийцы Иксиона.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που για πρώτη φορά σκότωσε άνθρωπο, ο πρώτος ανθρωποκτόνος («πρωτοκτόνοιοι προστροπαῖς Ἰξίονος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ξενοκτόνος.

Greek Monotonic

πρωτοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που διαπράττει τον πρώτο φόνο, πρώτος ανθρωποκτόνος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοκτόνος: -ον, ὁ τὸν πρῶτον φόνον ἐργασάμενος, ὁ πρῶτος φονεύσας, ἐπὶ τοῦ Ἰξίονος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 718.

Middle Liddell

πρωτο-κτόνος, ον, κτείνω
committing the first murder, the first homicide, of Ixion, Aesch.