πρόσφαγμα

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφαγμα Medium diacritics: πρόσφαγμα Low diacritics: πρόσφαγμα Capitals: ΠΡΟΣΦΑΓΜΑ
Transliteration A: prósphagma Transliteration B: prosphagma Transliteration C: prosfagma Beta Code: pro/sfagma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A victim sacrificed for others, τύμβῳ πρόσφαγμα E.Hec.41; θεᾷ π. Id.IT243, cf. Plu.Comp.Thes.Rom.1 (2): pl., of a single victim, E.Hec.265; of the victim's blood, Id.Alc.845.
II sacrifice, slaughter, A.Ag.1278, E.Tr.628 (pl.).

German (Pape)

[Seite 785] τό, das vorher Geschlachtete, das Opfer; θερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι, Aesch. Ag. 1251; τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα, Eur. Hec. 41, u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 673.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 victime offerte en sacrifice;
2 sacrifice.
Étymologie: προσφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-σφαγμα -ατος, τό [προσφάττω] offergave, geofferd dier:. αἰτεῖ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα hij eist Polyxena op als geliefd offerdier voor zijn graf Eur. Hec. 41. offer, slachting:. αἰαῖ, τέκνον, σῶν ἀνοσίων προσφαγμάτων ach, mijn kind, wat word je goddeloos geofferd! Eur. Tr. 628.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφαγμα: ατος τό
1 тж. pl. закланное в жертву, жертва Eur., Plut.;
2 заклание в жертву, жертвоприношение Aesch., Eur.

Greek Monolingual

-άγματος, τὸ, Α προσφάζω
1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῖ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῖν», Ευρ.)
2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.)
3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η θυσία («σῶν ἀνοσίων προσφαγμάτων», Ευρ.).

Greek Monotonic

πρόσφαγμα: τό,
I. θύμα που θυσιάζεται για τους άλλους, σε Ευρ.· λέγεται για το αίμα του θύματος, στον ίδ.
II. θυσία, σφαγή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφαγμα: τό, θῦμα θυσιαζόμενον ὑπὲρ ἄλλων, πρόσφαγμα τύμβῳ Εὐρ. Ἑκ. 41 (ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.), Ι. Τ. 243, πρβλ. Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Συγκρ. 2· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον θύματος, Εὐρ. Ἑκ. 265· ἐπὶ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 845. ΙΙ. θυσία, σφαγή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐρ. Τρῳ 624.

Middle Liddell

πρόσφαγμα, ατος, τό,
I. a victim sacrificed for others, Eur.; of the victim's blood, Eur.
II. sacrifice, slaughter, Aesch., Eur. [from προσφάζω

English (Woodhouse)

sacrifice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)